Είναι και κάποιες νύχτες αλλιώτικες, πιο δύσκολες από όλες τις άλλες. Τελευταία αραίωσαν τις επισκέψεις τους, φροντίζουν όμως πάντα να κάνουν έντονη την παρουσία τους, όσο αποπνικτική είναι κι η απουσία σου. Ένας κόμπος στο στομάχι, μια θηλιά στο λαιμό, μια αλυσίδα που με δένει σφιχτά με το παρελθόν μου.
Έχει περάσει πια καιρός κι είμαι καλά, αλήθεια. Μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, πάντα μπορούσα. Όλα όμως είναι αλλιώς, σαν κάτι να λείπει, αλλά όσο κι αν προσπαθήσω, δε θα βρω το κομμάτι εκείνο του παζλ. Νομίζω το πήρες μαζί σου όταν έφυγες, ίσως πάλι και να βολεύτηκα σε αυτή τη σκέψη.
Εκείνες τις νύχτες που κυνηγάς κι επιδιώκεις τη μοναξιά σου, που σε ενοχλούν οι φλύαρες φωνές, τα αδιάκριτα φώτα. Επιλέγεις το σκοτάδι. Μία απ’ αυτές κι η σημερινή. Η μοναδική μου συντροφιά λίγος καπνός κι ένα κουτάκι μπίρα ξεχασμένο στον πάγκο – χλιαρό, για ένα βράδυ παγωμένο.
Κάπου στο βάθος σιγοπαίζει στο repeat Τσανακλίδου, «…γιατί υπάρχουν κι άτομα που γίνονται κομμάτια». Ένα απ’ αυτά κι εγώ, κι απόψε θα γίνω κομμάτια για σένα, για μας, για το «τότε» που δεν ανήκει στο «τώρα» μας, για τους μήνες που περάσανε χωρίς τη φωνή σου, για τις μέρες που δε μου χαμογέλασες και τις νύχτες που δε με σκέπασες.
Προκαλώ τον εαυτό μου να θυμηθεί –λόγια, κινήσεις, βλέμματα–, να πονέσει, να κλάψει. Και σίγουρα αυτή δεν είναι μια αδύναμη στιγμή. Δυνατός άνθρωπος είναι αυτός που αντέχει και τιμά τις αδύναμες στιγμές του, που δε φοβάται να τις ζήσει. Αυτός που μια νύχτα, πίσω από ένα μαγκωμένο παντζούρι θα κλάψει με λυγμούς για κάτι σκονισμένα «σ’ αγαπάω» και την επόμενη μέρα θα γελά δυνατά, σαν να μην ήταν ποτέ εκεί εκείνο το βράδυ.
Πέρασε καιρός και δεν ξέρω πια αν θυμάσαι. Σε ζηλεύω αν κατάφερες να ξεχάσεις. Εγώ πάλι θυμάμαι ακόμη, κι ο χρόνος δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό, κι ας λένε πως όλα περνάνε και χάνονται με τον καιρό.
Ο χρόνος, πόσο υπερεκτιμημένος κι αυτός. Φορτωμένος με όλες τις δειλές να γίνουν πράξη επιθυμίες μας, η τελευταία μας ελπίδα. Εκείνος όμως πάντα κυλά χωρίς να γλυκαίνει την πίκρα, να κλείνει πληγές ή να γεμίζει κενά. Τίποτα δεν έκανε, δεν έσβησε καμία ανάμνηση∙ όμορφες κι άσχημες, όλες εδώ, το ίδιο ενοχλητικές. Ίσως το μόνο χατίρι που μας κάνει είναι πως μας μαθαίνει να ζούμε με αυτές.
Ξέρεις, δεν είχα και πολλές απαιτήσεις απ’ το χρόνο. Ακόμα κι αν ήθελε, δεν τον άφησα να με βοηθήσει. Επιμένω ακόμα να προσπαθώ να θυμηθώ. Φέρνω στο νου μου την πρώτη μας συνάντηση, το πρώτο μας φιλί, προσπαθώ να θυμηθώ τη μορφή σου, τα μάτια σου, τη φωνή σου. Φοβάμαι πως μια μέρα θα προσπαθώ μα θα τα έχω ξεχάσει όλα.
Το ίδιο κι απόψε, χαζεύω τις φωτογραφίες μας, έμοιαζες ευτυχισμένος -άραγε ήσουν; Το ίδιο κι εγώ, ήμουν πιο όμορφη τότε κι ας λένε πως είμαι καλύτερα τώρα. Ήμουν ήρεμη, ασφαλής∙ είχα αυτό που ήθελα, φαίνεται στο χαμόγελό μου, στα μάτια μου.
Σε μία στιγμή ένας άνθρωπος μπορεί να νιώσει τόσο τυχερός και τόσο άτυχος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που το σώμα μου υποφέρει απ’ την απουσία σου. Με αγκαλιάζει η ανυπαρξία σου τόσο σφιχτά που το οξυγόνο λιγοστεύει και συνάμα χαμογελάω. Είναι τύχη να συναντήσεις, να αγαπήσεις και να ζήσεις έναν άνθρωπο που η απουσία του σε βασανίζει τόσο. Κι ας μην τον έχεις πια.
Τα δάχτυλα μου πληκτρολογούν μηχανικά τον αριθμό σου. Δε θα σε καλέσω όμως, ίσως σου στείλω ένα μήνυμα. Και τι να σου πω; Πώς να στα πω όλα αυτά; Έχουν καμία σημασία; Έχουν, αν όσα έλεγες ήταν αλήθεια, δε γίνεται να μην έχουν.
Θα έρθω να σε βρω, κάθε τέτοιο βράδυ εκεί καταλήγω. Και κάθε επόμενο πρωί μένω εδώ να περιμένω την επόμενη νύχτα που η σκέψη σου θα με επισκεφτεί για να της παραδοθώ