Ελληνική οικογένεια, χωρίς επικεφαλής τη γιαγιά, δε συναντάς πολύ συχνά. Συνήθως είναι και το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό μετά τη λέξη «μάνα». Κι όσο κι αν έχει συνδεθεί με ωραία μαγειρέματα και με χαρτζιλίκια, η γιαγιά ήταν και θα είναι μια έννοια με πολύ βαθιά ουσία σε αυτό που ονομάζουμε οικογένεια.

Οι διηγήσεις των γιαγιάδων, περασμένες μέσα από το φίλτρο των χρόνων, είναι κάτι σαν ένα πιο έξυπνο κι ενδιαφέρον google. Τις αποκωδικοποιούμε παρέα και γινόμαστε εμείς στα μάτια της ξανά πρωταγωνιστές. Ήρωες αληθινοί που έζησαν, ερωτεύτηκαν, διώχθηκαν, πείνασαν, μετανάστευσαν και μέσα από το στόμα των γιαγιάδων μας ως άλλες παλιές ιστορίες ξαναήρθαν στα αυτιά μας, για να μας μάθουν πως τίποτα δεν είναι ανέφικτο αν όντως το θέλεις.

Γνωρίζει πριν της πεις το οτιδήποτε, ξέρει, συμπονάει και προσφέρει την αγκαλιά της και τα χάδια της σε μια προσπάθεια να σε ανακουφίσει, τακτική «καγκουρό», η οποία αποδεικνύεται πάντα άκρως αποτελεσματική. Σε πείθει λοιπόν, με έναν μαγικό τρόπο να ανοιχτείς. Σε ενθαρρύνει να της πεις προβληματισμούς κι όσα ντρέπεσαι να ρωτήσεις τους γονείς σου. Κι όσα σκαλοπάτια ανέβεις, άλλες τόσες γιορτές θα σου κάνει.

Κι αν όντως ισχύει αυτό που λέμε, πως είμαστε οι ιστορίες μας, ακούγοντας τη γιαγιά μας να μιλά, μαθαίνουμε λίγο καλύτερα τον εαυτό μας. Και δεν είναι τέλειες, σίγουρα, καθώς η αγάπη από φυσικού της φέρει ψεγάδια και πείσματα και πονηράδα καμιά φορά, μα είναι φιγούρες φοβερά σημαντικές ως προς τη σημασία τους στην ανάπτυξή μας. Ας μην ξεχνάμε, στο πέρασμα του χρόνου, τον ρόλο που έπαιξε για να μας μεγαλώσει. Τον τρόπο που στάθηκε δίπλα μας, μαθαίνοντας παράλληλα με τους γονείς μας, να υπάρχει σε ένα δεδομένο «εδώ» που θα αψηφά τα πάντα. Αν μη τι άλλο αν συλλογιστούμε σε ποιο πρότυπο θέλουμε να μοιάσουμε, ίσως ταυτιστούμε κοιτάζοντας τα μάτια των παππούδων μας. Μα σήμερα, τιμούμε τη γιαγιά.

Που μεγάλωσε σε μια κοινωνία που δεν αγαπούσε πολύ το γυναικείο φύλο, πρόσφερε και δεν εγκατέλειψε τους νεότερους, διεκδίκησε κι έφτιαξε μια ζωή που χωρούσε όσο κόσμο ήθελε να μπει. Τους υποδέχτηκε με προσμονή. Ρίχτηκε στη μάχη της πρώτης γραμμής. Κι όσο μεγαλώνει, αποδυναμώνεται, κάνει πίσω στην πολυθρόνα, σαν να καταλαβαίνει πια πως ήρθε η ώρα της λιγάκι να ξεκουραστεί. Σαν από θεόρατος άνθρωπος, σχεδόν με φύση θεϊκή, να γίνεται και πάλι μικρή. Μικροί γινόμαστε άλλωστε στο τέλος της γραμμής.

Κι ίσως πια η φύση της πυρηνικής οικογένειας να έχει αλλάξει τόσο, όσο να άξιζε για να μη σηκώνει ένας το βάρος για πολλούς. Όμως η φιγούρα της γιαγιάς είναι ο γόρδιος δεσμός, το τέλος και η αρχή της ένωσης στο οικογενειακό τραπέζι κάθε Κυριακή. Η οικογένεια αποτελεί το πρώτο σχολείο της ζωής και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να το μεταβιβάσεις από γενιά σε γενιά, τις ιστορίες μιας γιαγιάς.  Άλλωστε υπάρχουν ιστορικές αναφορές που υποδεικνύουν τη θέση της ως πηγή ηθικών αρετών. Στην προϊστορική εποχή στην οικογένεια, η άποψη μιας γυναικείας μορφής απέδιδε αποκλειστική μέριμνα στην αγωγή και στην ανατροφή των παιδιών κι όλοι τη σέβονταν και την εκτιμούσαν. Υπήρξε από πάντα σύμβολο σοφίας κι ίσως ποτέ αυτό δεν ήταν τυχαίο.

Μια γιαγιά ενσαρκώνεται σε πολλούς ρόλους, από μια μικρή μητέρα, έναν μικρό δάσκαλο και έναν λίγο καλύτερο φίλο, μέχρι τη στιγμή που θα τη χρειαστείς και θα μεταμορφωθεί στον υπερήρωα των παιδικών σου χρόνων. Κι εμείς, είμαστε οι ιστορίες των γιαγιάδων μας, όπως κι οι γονείς μας το ίδιο κρατώντας αυτή την αλυσίδα ακέραιη στον χρόνο, σαν μια κλωστή που λυγίζει καμιά φορά μα δε σπάει με τίποτα. Γιατί γνέθηκε από τα πιο δυνατά χέρια. Τα δικά της.

Συντάκτης: Νίνα Λυβιώτη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου