Όλα μοιάζουν να είναι στιγμές. Μικρές ή μεγάλες. Στιγμές γεμάτες με έρωτα, με πάθος, με ένταση. Στιγμές πονηρές ή πρόστυχες. Στιγμές «καυτές» ή απίστευτα «χλιαρές». Στιγμές δικές σου. Στιγμές που τρυπώνουν αθόρυβα μέσα στην καρδιά και το μυαλό σου κι έπειτα γίνονται αθάνατες. Γίνεται, όμως, μία ανάμνηση, να μπορεί να μην είναι «αθάνατη»; Δεν μπορεί.

Γιατί κάπου εκεί οι αναμνήσεις, στις λευκές τους σελίδες, έρχονται να σου θυμίσουν ότι τα πάντα έχουν την έντασή τους. Έρχονται να σου θυμίσουν πώς το καθετί αφήνει πίσω του κάτι. Μόνο και μόνο για να σου αποδείξουν ότι το «μετά» δεν έχει μεγαλύτερη αξία απ’ το «τώρα» κι ότι τα πάντα, αργά ή γρήγορα, μπορούν να μετρηθούν.

Κι αν κατάφερες να χαθείς στο μέτρημα, τότε έχασες. Τι; Την ένταση των στιγμών σου ή μάλλον, καλύτερα , την ένταση των επιλογών σου. Γιατί επιλογή σου είναι ο φόβος. Επιλογή σου κι η μετριότητα. Επιλογή και το «Deja vu» του δικού σου μυαλού. Όχι όμως από κάτι που δεν έζησες, αλλά από εκείνο που ήρθε κι έφυγε. Γιατί όλα φεύγουν, μην μπερδεύεσαι. Τίποτα δεν είναι για πάντα και τίποτα δεδομένο.

Αρκεί να ανοίξεις ένα παλιό βιβλίο και να πέσει μια φωτογραφία. Αρκεί μια ταινία στη τηλεόραση. Αρκεί ένα τραγούδι. Αρκεί ένα καλό μεθύσι. Αρκεί μία τυχαία αναζήτηση στο κινητό σου. Αρκεί ένας παλιός κοινός γνωστός. Αρκεί ένα απλό αντικείμενο, κάπου πεταμένο, για να μπορέσει να σου θυμίσει ότι μετά απ’ έναν καβγά έσπαγες κρεβάτια και δε μάζευες σπασμένα τασάκια.

Να σου θυμίσει πως μετά απ’ ένα καλό μεθύσι, το μόνο που σ’ ένοιαζε, ήταν να γδύσεις τον άλλον απ’ τη στιγμή που έκλεινες την πόρτα μέχρι τη στιγμή που έπεφτες στο πάτωμα. Να σου θυμίσει τις στιγμές που σε σήκωναν απ’ εκεί οι φίλοι σου, όταν απ’ το κλάμα δεν μπορούσες να πάρεις τα πόδια σου.

Δεν μπορούσες να σταματήσεις να κλαις με μια χαζή ταινία γιατί απλά έλιωνες μέσα σε μία αγκαλιά. Έλιωνες πάνω απ’ ένα τηλέφωνο, ώρες ατελείωτες, για ν’ ακούσεις απλά ένα «γεια, τι κάνεις;». Κι έπειτα χανόσουν σε όνειρα και λόγια. Για να ξυπνήσεις, το επόμενο πρωί, να μοιραστείς αυτά που έζησες. Να πιστέψεις πως οι δύο, οι τρεις ή οι τέσσερις φορές μπορεί τελικά να μην είναι μύθος.

Όπως μύθος δεν είναι, τελικά, να μπορείς να ερωτευτείς τον πιο λάθος άνθρωπο. Με την ελπίδα ν’ αλλάξει. Όχι για σένα, αλλά μέσα από εσένα. Προσπαθώντας να σε πείσει ότι η φωτιά μπορεί να γίνει στάχτη και μετά καπνός. Γιατί απλά σ’ άρεσε που «καιγόσουν».  Σ’ άρεσε να πονάς. Άλλωστε, αυτά τα σημάδια δε μένουν; Ή μήπως τελικά όχι;

Κι όμως, τα πάντα μένουν. Το ξέρεις καλά. Κι αν δεν το ξέρεις, κάτι θα βρεθεί στο δρόμο σου που θα σε κάνει να ανατρέξεις μέσα στο μυαλό σου. Είτε για να σε κάνει να χαμογελάσεις είτε για να κλάψεις. Ακόμα και για να συγκρίνεις. Ακόμα και για να ακυρώσεις.

Γιατί πρώτα εσύ ακύρωσες τον εαυτό σου μέσα στην προσπάθειά σου να τον προστατέψεις. Κι η άμυνά σου να καταλήξει να γίνει ένα τεράστιο εμπόδιο για να ζήσεις. Να ζήσεις τις στιγμές κι όλα αυτά που μπορεί να σου χάριζαν ένα χαστούκι σ’ έναν καβγά αλλά ακόμα ένα καλύτερο στον έρωτα. Άλλωστε το “volume” εσύ το ρυθμίζεις.

Βάλ’ το στο τέρμα, λοιπόν. Γιατί η κάθε στιγμή σου πρέπει στο τέλος να έχει την ίδια ένταση με τη στιγμή της ανάμνησης. Δυνατή ή όχι. Ευχάριστη ή άσχημη. Αυτή είναι. Μία και μοναδική, κι είναι μόνο δικιά σου.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη