Γουστάρεις το απαγορευμένο, να σκέφτεσαι εκείνον που δε θα ‘πρεπε. Να παίρνουν φωτιά οι λέξεις όταν μιλάς για το πρόσωπό του. Να μαγνητίζονται τα κορμιά σας και να λιώνουν τα χείλη σας. Όλα ωραία μέχρι εδώ. Αν, όμως, δε γουστάρεις τόσο πολύ ώστε να δικαιολογείται που τα νιώθεις όλα αυτά, παρ’ όλα αυτά τα νιώθεις; Προσπαθείς σε δευτερόλεπτα να βάλεις τελεία. Να σβήσεις τη φωτιά και να ξεράνεις τα χείλη σου, γιατί σε πιάνει τρέλα. Ποτέ σου δε γούσταρες τον εν λόγω άτομο, τι συνέβη τώρα;

Προσπαθείς να αποδείξεις στον εαυτό σου πως απλώς παραπονιέται η μοναξιά. Πως όσο και να σε κοροϊδεύουν και να σε πειράζουν τα φιλαράκια σου πως τη δάγκωσες τη λαμαρίνα, εσύ παραμένεις σταθερός στα πιστεύω σου. Το παρελθόν ανήκει εκεί που ξεχνιούνται τα όνειρα. Όμως γιατί το υποσυνείδητο παίζει τέτοια παιχνίδια και γιατί κάθε που κλείνεις τα μάτια σου, βλέπεις εκείνον τον άνθρωπο μπροστά σου; Ντρέπεσαι τόσο πολύ, παρόλο που δεν τον ξέρει και δεν το βλέπει κανείς.

Ποτέ πριν δεν έκοβε βόλτες στον σου σου. Ποτέ πριν δεν αποτελούσε έμπνευση για τα γραπτά σου. Ποτέ πριν δε φώναζαν εκείνο το όνομα όλα τα τραγούδια που ακούς. Και τώρα σε στοιχειώνει μια απουσία σαν έμμονη ιδέα. Βγαίνεις και πίνεις κι όσο οι άλλοι κλαίνε για τα απωθημένα τους, εσύ τους συμπαραστέκεσαι, χωρίς να ξέρεις γιατί χαλιέσαι. Ψάχνεις το νόημα αυτής της παράνοιας.

Τη μέρα ξενερώνεις. Τη νύχτα ξανανιώνεις. Κοιτάς το ταβάνι με τόση απορία που νιώθεις να αντανακλάται το πρόσωπό σου στον άσπρο τοίχο. Νιώθεις ενοχή, καθώς τα μάτια σου σε κοιτούν επίμονα, ζητώντας εξηγήσεις. Μα δεν έχεις καμία. Δεν μπορείς να κρυφτείς απ’ τον εαυτό σου. Όλα είναι ξεκάθαρα κι εσύ επιμένεις να αρνείσαι τα πάντα.

Κάποτε ίσως να ‘ταν μια απλή φάση για ‘σένα. Δεν υπήρχε συναίσθημα, περιοριζόσουν αποκλειστικά στο σαρκικό. Δεν άφησες χρόνο στον εαυτό σου να ερωτευτεί. Δεν ήθελες να ενδώσεις σε κάτι περισσότερο. Τώρα, όμως, κάθε φορά που στην παρέα ρίχνετε συζήτηση περί πρώην και λοιπών ιστοριών για αγάπες –περασμένες– και λουλούδια –μαραμένα–, εσύ μένεις αδρανής, όσο και να θέλει η φωνή σου  να ουρλιάξει πως φέρθηκε εντελώς ηλίθια. Μια χαζομάρα όλο αυτό, να ‘χεις τα μάτια σου ανοιχτά και να μην απολαμβάνεις αυτό που συμβαίνει.

Αν παραδεχτείς πως σου λείπει, τότε θα πρέπει να κάνεις κάτι. Να διεκδικήσεις μια ευκαιρία, αλλά φοβάσαι. Ανησυχείς μη μετανιώσεις τον αυθορμητισμό σου και τις βιαστικές αποφάσεις του. Δε θες να ταράξεις έναν άνθρωπο για να καταλάβεις τι κι αν, τελικά, νιώθεις. Ίσως αν η διεκδίκηση ήταν αμοιβαία να άρχιζες να πιστεύεις λίγο παραπάνω σ’ εκείνο το άγγιγμα.

Αναρωτιέσαι αν είχες τον «έναν» τόσο καιρό μπροστά σου ή αν απλώς είχε την ικανότητα να σε διεγείρει. Εκνευρίζεσαι που δεν επέτρεψες να σε πλησιάσει, κι ακόμη περισσότερο που δεν προσπάθησε παραπάνω για να σε κερδίσει. Δεν είσαι εύκολος άνθρωπος κι αν ο άλλος το γνωρίζει αυτό, ξέρει πολύ καλά πως χρειάζεται να παλέψει για ‘σένα.

Η καύλα, όμως, δεν είναι συνώνυμη του έρωτα. Έτσι, όσο και να βασανίζεται το κορμί σου, η καρδιά σου δε θα χορεύει απαραίτητα στον ίδιο ρυθμό.

Είναι αυτού του είδους τα απωθημένα που ενώ ο έρωτας δεν είναι εμφανής  χρειάζεται κάποια αμοιβαία προσπάθεια για να ξεδιαλυθεί το τοπίο τους. Κι ο φίλοι είχαν δίκιο που σε κοιτούσαν και γελούσαν. Που περιπαιχτικά έλεγαν εκείνο το όνομα κι εσύ κρυβόσουν απ’ τον εαυτό σου. Ανεπιτυχώς, γιατί τα μάτια σου έλαμπαν όταν μίλαγες για εκείνον. Στοπ.

Ξενερώνεις με την πάρτη σου. Με την ανικανότητά σου να βάλεις φρένο στις απαιτήσεις της σάρκας. Ξενερώνεις, όταν κλείνεις τα μάτια σου και το παραμύθι τελειώνει με το ίδιο πρόσωπο.

Μετράς μέχρι το δέκα. Κλείνεις τα μάτια σου κι απενεργοποιείς τον εγκέφαλο. Εύχεσαι, να –μην– ονειρευτείς πάλι αυτή τη φιγούρα.

Συντάκτης: Αγγελική Τσιγαρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη