Σε μια σχέση ψάχνουμε την ασφάλεια. Αναζητούμε εκείνον τον άνθρωπο που θα μας φροντίζει, θα μας αγκαλιάζει και θα μας αποδέχεται με όλα τα κουσούρια μας. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο ποιον θα ερωτευθούμε κι αν είναι εφικτό να υπάρξει σχέση με ένα άτομο, που θεωρητικά – και πρακτικά – είναι αδύνατο (ή και παράνομο) να υπάρξει ερωτική διασύνδεση. Αυτό είναι όμως, που μάς προκαλεί κιόλας. Τι γίνεται λοιπόν, όταν κάποιος αρχίζει να αναπτύσσει συναισθήματα για τον γιατρό του ή τον δάσκαλό του για παράδειγμα; Τι κρύβεται πίσω από αυτή την ανάγκη προς εκείνον που μάς φροντίζει, είτε σωματικά είτε πνευματικά;

Όλα ξεκινούν από τα παιδικά μας απωθημένα, από ό,τι μάς έχει στερηθεί. Μεγαλώνοντας έχουμε σαν πρότυπα τους γονείς μας κι ειδικότερα μάλιστα, αναλόγως και των σεξουαλικών προτιμήσεών μας, βρίσκουμε συναισθηματικό καταφύγιο σε άτομα που μάς δείχνουν εκείνη τη φροντίδα, που κάποτε μας έλειψε. Αποζητούμε ασυνείδητα και συνειδητά εκείνον, που θα μας θυμίσει τη μητρική ή πατρική φιγούρα και στοργή. Καψουρευόμαστε ένα, εν δυνάμει, νέο πρότυπο που μας νοιάζεται.

Ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο μέντορας είναι άνθρωποι που νοιάζονται για εμάς και για την εξέλιξή μας. Περνάμε χρόνο συζητώντας μαζί τους, μάς συμβουλεύουν, δείχνουν ενδιαφέρον για τη ζωή μας και μάς γιατρεύουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ειδικότερα, όταν είναι κάποιος που μας έχει στιγματίσει ή μας έχει δείξει το δρόμο προς νέες εμπειρίες και στόχους είναι ένας λόγος παραπάνω για να τον αγαπάμε. Ωστόσο, εκείνη η λεπτή ερωτική γραμμή μπορεί να ξεπεραστεί. Για να ξεφύγουμε από προβλήματα και μια ζωή, που μάς πνίγει καταφεύγουμε στον έρωτα. Όποια κι αν είναι η έκφανσή του. Τον αποζητάμε για να ηρεμήσει η ψυχή μας. Και καταλήγουμε να αναζητάμε καθημερινά εκείνη τη μορφή-πρότυπο, που μας θυμίζει πως εκεί έξω υπάρχει κάποιος που νοιάζεται για εμάς.

Από ψυχολογικής κι επιστημονικής απόψεως έρχεται ο S. Freud να μας μιλήσει για τον όρο “transference” ή και “erotic transference”. Μια συναισθηματική «μεταφορά» κατά την οποία ο ασθενής αποκτά μια βαθύτερη σύνδεση με τον θεράποντά του. Αποτελεί μια άκρως φυσιολογική κατάσταση σύμφωνα με τον πασίγνωστο ψυχολόγο, μέσα από την οποία το «ξεγύμνωμα» του ψυχικό κόσμου του ασθενή προς τον γιατρό, τον κάνει να νιώθει μια παραπάνω ασφάλεια και τού δίνεται η εντύπωση πως ο ψυχοθεραπευτής νοιάζεται για εκείνον, όχι απλώς σαν ασθενή αλλά και σαν άνθρωπο. Αυτή η θεώρηση δεν είναι λανθασμένη, αλλά μπορεί να ξεπεράσει τα όρια μεταξύ των δύο με αποτέλεσμα ο ψυχικά ασταθής ασθενής, να λάβει εσφαλμένα σήματα σε μια στιγμή αδυναμίας. Λαμβάνει στοργή από έναν άγνωστο και κάθε συνεδρία μαζί του αποκτά και μια άλλη θέση μες στο πρόγραμμα του.

Επιστρέφοντας λοιπόν στο θέμα μας, δεν είναι διόλου απίθανο κι αφύσικο, να αποκτήσει κάποιος συναισθήματα για κάποιον που τον φροντίζει. Η καθημερινή τριβή μαζί του, η επίβλεψη και ο διάλογος μπορούν να καλλιεργήσουν ακόμη πιο πολύ τη σχέση τους και να οδηγήσουν σε μια ουσιαστικότερη και βαθύτερη έλξη. Είναι γεγονός, που δεν περνάει απαρατήρητο και ουκ ολίγες φορές, έχουμε βρεθεί όλοι μας σε αυτή τη θέση, που «πιάνουμε» στον αέρα συναισθήματα για κάποιον όχι και τόσο της «τάξης» μας. Ακόμη κι ας είναι μηδαμινά, ακόμη κι αν την επόμενη μέρα το έχουμε ξεχάσει. Για κάποιους μπορεί να μην σημαίνει τίποτα, για άλλους όμως μπορεί να είναι η αρχή για κάτι μοναδικό.

Και φτάνουμε στο ερώτημα του τι είναι ηθικά σωστό και πρέπον. Τι είναι λοιπόν; Αφού γνωρίζουμε πως κανένας άνθρωπος δε μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά του και ο έρωτας – αν το ονομάσουμε έρωτα – είναι κάτι, που μάς χτυπάει ακαριαία, πώς μπορούμε να το ελέγξουμε, να το δαμάσουμε ή ακόμη και να το διαλύσουμε; Εκεί λοιπόν, όλα ξεκινούν από το μέσα μας. Τι είναι εκείνο που μάς λείπει, που δε βρίσκουμε στον κοινωνικό μας (κοντινά ηλικιακό) περίγυρο, που έχει ένας ώριμος, καταξιωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος; Η παραπάνω σημασία, που μάς δίνει γιατί αυτή είναι η δουλειά του; Εκείνα τα τυχαία βλέμματα, που τα μεταφράζουμε ως ενδιαφέρον; Όσο μεγαλώνουμε καταλαβαίνουμε όλο και πιο πολύ τη σημασία της λογικής και της κατανόησης των ανθρώπινων σχέσεων. Κάποια πράγματα, κάποιους ανθρώπους δεν μπορούμε να τους έχουμε, γιατί ο ρόλος τους μέσα στη ζωή μας είναι συγκεκριμένος. Κι αν τον αλλάζαμε ή τον διευρύναμε, θα καταλαβαίναμε πως δεν είναι όλα ροζ σύννεφα και μονόκεροι με χρυσόσκονη.

Μας αρέσουν ο ρομαντισμός και τα παραμύθια, διότι είναι ένας τρόπος να ξεφεύγουμε από την πραγματικότητα. Μάς αρέσει να σκεφτόμαστε εκείνον, που δεν μπορούμε λογικά να έχουμε, γιατί μέσα μας τα σενάρια που χτίζουμε, μάς γεμίζουν, μάς αποσυντονίζουν και είναι κάτι ολόδικό μας, μέσα στο μυαλό μας, που κανείς δε μπορεί να μας το γκρεμίσει, πέρα από την ίδια την πραγματικότητα. Ωστόσο, κάτι τέτοιες σκέψεις μας οδηγούν στο θεώρημα της «εξαίρεσης στον κανόνα». Αναρωτιόμαστε εάν εμείς κατέχουμε τη δύναμη, να είμαστε η μοναδική πιθανότητα, που θα βγει αληθινή. Φυσικά και υπάρχουν καθημερινά παραδείγματα ανθρώπων, που έχουν ζήσει αυτό το «απαγορευμένο», το παράνομο, το περίεργο, το ασυνήθιστο. Δεν παύουν όμως να αποτελούν την εξαίρεση. Χρειάζεται να περάσουμε από πολλά κύματα για να καταφέρουμε να αναγνωρίζουμε τι μάς αξίζει, τι είναι αληθινό και τι ταξιδεύει στα όρια της φαντασίας.

Αυτή η τεράστια παγίδα του «απαγορευμένου», του άπιαστου αλλά και του αβίαστου μάς κάνει να αναρωτιόμαστε τι είναι σωστό και τι λάθος, στην τελική. Πρέπει όμως, να είμαστε ρεαλιστές. Να μη ζούμε σε μια ταινία φαντασίας, αμερικανικής παραγωγής με στοιχεία κοινωνικού ρεαλισμού. Κι εδώ θα μού πείτε, «μας λες να συμβιβαζόμαστε;» και εγώ θα σας απαντήσω, ναι! Να συμβιβάζεστε με την πραγματικότητα γιατί δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από το να εκπλήσσεσαι από τα καθημερινά γεγονότα, από νέες γνωριμίες, που αρμόζουν της ηλικίας μας. Η φράση «όλα στον καιρό τους» ταιριάζει μπορώ να πω, και δυστυχώς ή ευτυχώς, όσο κι αν ζούμε σε μια κοινωνία του 2021, που τίποτα δεν είναι σταθερό και σίγουρο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο καθένας μας έχει διαφορετικές ανάγκες και δεν ξυπνάμε μια μέρα, γεμάτοι εμπειρίες, γνώση και αυτοπεποίθηση. Σαφώς, να ζούμε τα πάντα στο έπακρον, με μια δόση λογικής, αλλά να μην ξεχνάμε να φροντίζουμε εμάς και να μην καλύπτουμε το οποίο πρόβλημά μας με μια καψούρα της στιγμής.

Τι έχεις ανάγκη; Τι ψάχνεις στο άλλο σου μισό; Τι είναι εκείνο, που σε οδήγησε να αναπτύξεις συναισθήματα για έναν άνθρωπο, που η δουλειά του είναι να σε φροντίζει; Υπάρχουν ορισμένα όρια. Υπάρχουν θέσεις ανθρώπων μέσα στη ζωή μας και ο καθένας βρίσκεται εκεί για διαφορετικό λόγο. Δίχως να αμφισβητήσουμε την όποια πιθανότητα, που μπορεί να σε ορίσει ως την εξαίρεση στον κανόνα, μη στέκεσαι εκεί αλλά ψάξε μέσα σου τι είναι εκείνο, που χρειάζεσαι. Και ίσως να ανακαλύψεις, κάτι παραπάνω για τον εαυτό σου. Γι’ αυτό, μην ξεχνάς να σε φροντίζεις.

 

Συντάκτης: Αγγελική Τσιγαρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου