Είναι εκείνες οι νύχτες με πανσέληνο που βρέθηκες να περπατάς για ακόμη μια φορά σαν τουρίστας στην ίδια σου την πόλη. Δρόμοι που έχεις διασχίσει άπειρες φορές. Η διαδρομή απ’ τη δουλειά στο σπίτι που συνήθως κάνεις τρέχοντας. Αυτή τη φορά όμως δε θα κόψεις δρόμο. Θα αφήσεις τον εαυτό σου λίγο να περιπλανηθεί και να χαθεί μέσα στα στενά, εκτός τόπου και χρόνου. Λες και δεν είσαι εσύ αυτός που βαδίζει στα βήματά σου, αλλά ένας εξωτερικός παρατηρητής που λύσσαξε να ζήσει την περιβόητη ιστορία σου.

Εκείνα τα στενά όμως, δεν τα περπάτησες απλά. Τα έζησες. Ζωγράφισες πάνω τους ανεξίτηλες καρικατούρες, γελαστές φιγούρες και δύο-τρία λυπημένα πρόσωπα. Πάγωσαν το χρόνο και τώρα σε περικυκλώνουν όλα μαζί, αναβιώνουν στη μνήμη σου και σε υποβάλλουν στη δοκιμασία να τα ξαναζήσεις έστω και νοερά.

Περνάς απ’ το παγκάκι που στέγαζε την παρέα σου για πολύ καιρό, πριν η κολλητή φύγει για μεταπτυχιακό κι η καθημερινότητά σας σκορπίσει. Με μορφή ιεροτελεστίας, μια φορά τουλάχιστον την εβδομάδα, δίνατε ραντεβού στο κλασικό παρκάκι και το ξημερώνατε εκεί χωρίς να κάνετε τίποτα το ιδιαίτερο. Συζητήσεις που στους έξω δε έβγαζαν και πολύ νόημα, γέλια που ξυπνούσαν όλη τη γειτονιά κι ατάκες γραμμένες πάνω σε μισοτελειωμένα κουτάκια από μπίρες.

Σε εκείνη τη γωνία που τώρα ίσα-ίσα φαίνεται μέσα στο σκοτάδι, έδωσες το πρώτο σου φιλί. Ένα στο μέτωπο, ένα στο μάγουλο κι ένα ακριβώς στα χείλη. Κλείνεις τα μάτια και βρίσκεσαι εκεί, αλλά μόνος. Μπορεί αυτό το «μόνος» να μην πονάει πλέον. Μπορεί να ανοίξεις τα μάτια και να χαμογελάσεις. Για πάντα θα θυμάσαι όμως αυτό το τρίπτυχο σε εκείνη τη σκοτεινή γωνία. Μέτωπο, μάγουλο, χείλη…

Θα τη θυμάσαι γιατί στην ίδια γωνία, μετά από καιρό, τα φιλιά πέταξαν απ’ το τρίπτυχο στο πρόσωπο σου κι έγιναν δάκρυα. Ο κύκλος έκλεισε εκεί ακριβώς που άρχισε, ίσως και λίγο παραπέρα, αλλά ακόμη η καρδιά σου σφίγγεται κάθε φορά που περνάς από το συγκεκριμένο σημείο. Λες κι οι τοίχοι συντονίστηκαν στη συχνότητα κι εκπέμπουν συμβάντα απ’ το παρελθόν.

Περπατώντας κάποια στιγμή, βρίσκεσαι σε αδιέξοδο, αλλά σηκώνεις το κεφάλι και μπροστά σου απλώνεται το πιο όμορφο κομμάτι της πόλης στεφανωμένο απ’ τα ρόδινα χρώματα της δύσης. Αυτό είχες σκεφτεί κι εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα που ενώ πνιγόσουν στη δουλειά ή στο διάβασμα, αποφάσισες να τα παρατήσεις όλα και βγήκες για καφέ. Μια βαθιά εισπνοή, το ηλιοβασίλεμα και το μάτι σου αντικρίζει ορίζοντα κι ανοίγει διάπλατα για να το χορτάσει. Αψηφώντας την ώρα που περνούσε σαν κυνηγημένη, δε σε ένοιαζε τίποτα εκτός απ’ το ότι η ζωή σου σε λίγα λεπτά έγινε πιο όμορφη.

Λίγο πιο κάτω, περνάει ένα αμάξι κι ηχεί στη διαπασών εκείνο το μοναδικό τραγούδι που αν δεν ακούγατε στη βραδινή έξοδο δεν πηγαίνατε σπίτι σας. Κι όντως είναι σαν να ακούτε την παρέα να το τραγουδάει διασχίζοντας την κατηφόρα απ’ τα γνωστά κρασάδικα της πόλης, αγκαλιασμένοι για να καθοδηγείτε όλοι μαζί τους λίγο ζαλισμένους. Στάση για μπουγάτσα κι ύπνο. Απ’ το ίδιο μαγαζί που σας έπαιρνε πρωινό ο μπαμπάς τα Σαββατοκύριακα.

Οι εποχές περνάνε, οι συνθήκες αλλάζουν, εσύ αλλάζεις. Όταν γυρνάς όμως σε εκείνα τα παλιά λημέρια νιώθεις ότι το μόνο που έχει αλλάξει είναι το παλτό σου, η ηλικία σου κι η πινακίδα απ’ το κομμωτήριο στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Κάθε δρόμος της πόλης: ένα κομμάτι της ζωής σου, ένα φιλί, ένας καβγάς, μία νύχτα με παρέα και μια ερωτική ιστορία που ξεχάστηκε. Έχεις όμως τα στενά να στη θυμίζουν.

Συντάκτης: Θεοδώρα Μαρία Βένου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη