Φεβρούαριος μήνας των γενεθλίων μας και φέτος κλείνουμε τα 9! Γι’ αυτο ζητήσαμε απ’ τους pillowfighters κάθε βράδυ ως τις 14 του μηνός, που γιορτάζουμε επισήμως με τον Αγίο Βαλεντίνο, να μας αφήνουν να ρίχνουμε μια κλεφτή ματιά στα πιο παθιάρικά τους!

Έκατσα απόψε να σου γράψω όσα δεν είχα το θάρρος να σου πω. Μια κατάθεση ψυχής, σκέψεις και συναισθήματα που με ταλανίζουν καιρό, μα στέκονται πεισματικά στην άκρη της γλώσσας. Μόλις σε δω κρύβονται ξανά στα άδυτα της καρδιάς και του μυαλού μου, αφού πια μοιραζόμαστε μόνο τα τυπικά. Μια εξομολόγηση με μοναδικό παραλήπτη εσένα, εάν καταφέρω κάπως να διαβάσεις όσα γράψω. Ειδάλλως ας είναι ένα μήνυμα χωρίς παραλήπτη, χωρίς σκοπό, που θα τα περιλαμβάνει όλα, μπας και καταλαγιάσει η φλόγα που σιγοκαίει μέσα μου άσβεστη τόσο καιρό.
«Είσαι το μοναδικό δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση» σου έλεγα, παραφράζοντας λόγια του Δραγούμη, μέχρι που έπαψες, καρδιά μου, να είσαι δίλλημα. Έγινες μοναδική επιλογή, αυτοσκοπός και λιμάνι μου. Ήσουν ο σκοπός της ύπαρξής μου, εκείνος που για κανέναν και για τίποτα δε θα άλλαζα. Για εσένα θα έφερνα τη ζωή μου τούμπα, θα τ’ άρχιζα όλα απ’ την αρχή, φτάνει να σε είχα πλάι μου. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να σου πω, μα νιώθω πως τα ξέρεις ήδη. Σ’ ερωτεύτηκα από την πρώτη δειλή αγκαλιά, σ’ αγάπησα από τη στιγμή που ένιωσα τον χτύπο της καρδιάς σου πάνω στο σώμα μου . Δεν ήξερα πως δύναται μέσα σε μια αγκαλιά να νιώσω πως γεννιέμαι και πεθαίνω την ίδια στιγμή.

«Να με κρατάς σφιχτά, να μη με αφήνεις. Κράτα με, λες και προσπαθείς με τα χέρια σου να κλείσεις τον κόσμο ολόκληρο σε μια αγκαλιά» σου έλεγα κι εσύ απαντούσες πως ήμουν ο κόσμος σου. Μα τι είναι άραγε ο κόσμος μπροστά στο φως των ματιών σου; Σαν με κοιτούσες έλεγα πως έβλεπα κατάματα το σύμπαν. Δεν ήξερα πως ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει ταυτόχρονα η δύναμη και η μεγαλύτερη αδυναμία μου. Αυτό ακριβώς ήσουν για μένα, αυτό ήθελα να είσαι για καιρό ακόμα, μα είχες άλλη άποψη. Μας πρόλαβε, βλέπεις, η ζωή που διάλεξε για τον καθένα μας διαφορετικά μονοπάτια. Τι ήμασταν τελικά; Δυο τεθλασμένες γραμμές που συναντήθηκαν για μια αστραπή του χρόνου κι ύστερα χάθηκαν στο χάος.

Μέρα με τη μέρα γνωριζόμασταν καλύτερα, φτάνοντας σ’ ένα σημείο που ένα βλέμμα, μια χειρονομία, μια αλλαγή στον ρυθμό της ανάσας ήταν αρκετή για να μας φανερώσει κάθε συναίσθημα. Κάθε στιγμή της μέρας μου, χαρούμενη ή στενάχωρη, ήθελα να τη μοιράζομαι μαζί σου. Ποιος να μου το έλεγε πως τώρα θα βρισκόμουν να αναζητώ στο ημίφως των δρόμων μια μορφή σαν τη δική σου, αφού πια δεν περπατάς δίπλα μου. Το σουλούπι σου τόσο κοινό, μα τόσο ξέχωρο συνάμα. Ίσως με βοηθήσει να σε αναγνωρίσω. Ίσως στην επόμενη άσκοπη βόλτα μου στα στενά της πόλης να σε βρω. Να πούμε μια καλησπέρα κι ας χωρίσουμε ξανά.

 

 

Πίστευα πως στο πρόσωπό σου είχα βρει τον ιδανικό μυθιστορηματικό έρωτα. Κάθε μας στιγμή έμοιαζε βγαλμένη από ιστορία περασμένων αιώνων κι εγώ έφτασα να ξεχνάω πώς είναι να υπάρχω χωρίς εσένα. «Περιττή γνώση, δε θα ξαναχρειαστεί να υπάρξεις ως αυτούσια οντότητα. Είστε πλέον ένα κι έτσι θα παραμείνετε» έλεγα στον εαυτό μου και το ένιωθα αληθινό μέχρι την τελευταία συλλαβή. Μα έχεις δει μοίρα τόσο ιδανικά πλασμένη; Ο τόπος και ο χρόνος να δένουν τόσο αρμονικά, ώστε τίποτα να μην μπορεί να μας χωρίσει; Δεν είναι οι ζωές μας παραμύθι και οι μοίρες μας ήταν γραφτό να συναντηθούν όταν όλα ήταν μάταια.

Περάσαμε μαζί τόσα κι όμως τώρα μιλάμε σαν δυο απλοί γνωστοί. Η ένταση, το πάθος, ο έρωτας, η ασίγαστη αγάπη μας μετατράπηκαν σ’ έναν αέναο διακαή πόθο των κορμιών και των ψυχών να ενωθούν σαν δυο μισά που επιτέλους βρέθηκαν. Αστρικές εκρήξεις που κρύβονται με χάρη πίσω από τυπικές, δήθεν φιλικές, συνομιλίες, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να φανερωθούν σ’ ένα αστείο, σε μια πρόταση όλο χάρη και υπονοούμενο. Μα πώς περιορίζει κανείς τα συναισθήματα; Πώς λες σε δυο καρδιές που φλέγονται να μάθουν να ζουν με τη φλόγα τους, ώσπου σταδιακά με τον χρόνο και την απόσταση να σβήσει; Κι αν δε σβήσει; Δείχνεις να έχεις τις απαντήσεις. Βοήθησέ με, σε παρακαλώ, γιατί χάνομαι. Δείξε μου τον τρόπο να σε ξεπεράσω, γιατί φαντάζει αδύνατο.

Μαζί σου έζησα το ιδανικό κι έπειτα μου το στέρησες. Εμφανίστηκες ξαφνικά στη ζωή μου κι έτσι ακριβώς επέλεξες να φύγεις. Όσο καιρό ήμασταν ένα, το πιο ουσιώδες και αξιομνημόνευτο κομμάτι της μέχρι τώρα ζωής μου, με έκανες να ελπίζω ξανά στη ζωή που πλέον νιώθω ότι μου φεύγει. Δε στο συγχωρώ αυτό καρδιά μου, να το ξέρεις. Με έπιασες από το χέρι, γέμισες τη ζωή μου φως και τώρα με αφήνεις να βυθίζομαι ξανά. Πώς μπόρεσες; Πώς αφήσαμε τις συνθήκες να διαλέξουν για εμάς; Γιατί δεν τις τιθασεύσαμε να τις φέρουμε στα μέτρα μας και να συνεχίσουμε μαζί, όπως ακριβώς λέγαμε μισοκοιμισμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου;

Δε χάνονται τα συναισθήματα, αγάπη μου. Μένουν εκεί, στο πίσω μέρος του μυαλού σου, στον πάτο του πρωινού καφέ και του νυχτερινού ποτού σου, στα γέλια, στις παρέες, στα ηλιοβασιλέματα που τόσο σου άρεσαν, στον παφλασμό των κυμάτων. Σε κάθε στιγμή, καλή ή κακή, που θα ολοκληρωνόταν με την παρουσία σου. Σε ψάχνω. Μα κάποια στιγμή, θα σε βρω. Κάποια στιγμή, οι πλανήτες θα ευθυγραμμιστούν και θα ζήσουμε όσα αμφότεροι ζητούσαμε. Ως τότε να είσαι καλά. Να χαμογελάς, γιατί σου πάει και σου αξίζει. Κι όταν πιστέψεις πως οι συνθήκες μάς ευνοούν, εγώ θα σε περιμένω να προσπαθήσουμε ξανά, πιο αποφασισμένοι από ποτέ. Θα σε περιμένω εναγωνίως, τυχερό μου αστέρι.

Συντάκτης: Αγγελική Τσαγκαράκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.