Δεν ξέρω ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις. Εμένα; Τον υπόλοιπο κόσμο; Ή εσένα τον ίδιο; Μάλλον όλους. Αλλά σε εμένα το παιχνίδι αυτό δεν πρόκειται να πιάσει όσο κι αν το προσπαθείς, να ξέρεις.

Περίμενες να δω τις φωτογραφίες με τον καινούριο «έρωτα της ζωής σου» και να ζηλέψω; Να θυμώσω, να ουρλιάξω, να πετάξω οτιδήποτε δικό σου με φόρα στον τοίχο που έβαψα «στο χρώμα που μισούσες»;

Ή μήπως να πέσω στα πατώματα, να αρχίσω να μπεκροπίνω ως τα ξημερώματα εκεί που συχνάζαμε και να ρίξω μαύρο δάκρυ για το κελεπούρι που έχασα και το χαίρεται άλλη; Να ανταποδώσω τα πυρά στον ανώριμο, διαδικτυακό πόλεμο που ξεκίνησες, ανεβάζοντας ένα χείμαρρο φωτογραφιών μαζί με όσους ωραίους φίλους μου δεν είχες γνωρίσει ή μήπως να ξεκινήσω να ποστάρω κοψοφλέβικα τραγούδια κι ηλίθια, καταθλιπτικά στιχάκια, που να μαρτυρούν πόσο απεγνωσμένα θέλω να γυρίσεις πίσω στη ζωή μου;

Ίσως και να το έκανα, αν ήξερα ότι μαζί της είσαι τώρα ό,τι υπήρξες κάποτε μαζί μου. Αν τα μάτια σου έλαμπαν, αν δεν μπορούσες να συγκρατήσεις το χαμόγελό σου ούτε στο ελάχιστο, ακόμη κι αν προσπαθούσες να δείξεις σοβαρός. Αν τα πάντα στο πρόσωπο και στη στάση του σώματός σου έδειχναν ήρεμα κι αυθόρμητα.

Αν φαινόσουν ότι είσαι εκεί που θα έπρεπε να ήσουν. Αν μου θύμιζες έστω και λίγη απ’ την άνεση που με αγκάλιαζες, λες κι ήμουν προέκταση του σώματός σου. Αν το βλέμμα σου επικεντρωνόταν πάνω της, ακόμη κι αν στο πλάνο επικρατούσε κοσμοπλημμύρα. Αν τα μάγουλά σου ήταν ροδοκόκκινα, ακόμη κι αν ψοφούσες στο κρύο, μόνο επειδή της κρατούσες το χέρι. Αν τα πάντα σου φώναζαν «ευτυχία» τέλος πάντων.

Αλλά, πώς γίνεται να περιμένεις από ‘μένα που σε ξέρω τόσο καλά να πιστέψω ότι είσαι όντως χαρούμενος; Από ‘μένα, που σε έχω δει να γελάς, να πονάς, να δακρύζεις διακριτικά μέσα στο πλήθος και να κλαις με λυγμούς κάθε που μου άνοιγες την ψυχή σου τα βράδια, που τα περνούσαμε αγκαλιασμένοι στο μπαλκόνι. Να βαριέσαι αλύπητα, να νυστάζεις τρελά, να απογοητεύεσαι, να εκπλήσσεσαι και να εξοργίζεσαι. Εγώ που ξέρω επακριβώς το σχήμα που παίρνει κάθε σημείο του προσώπου σου όταν νιώθεις αμήχανα, όταν ντρέπεσαι, όταν φοβάσαι. Εγώ που όταν είχες το οτιδήποτε, ακόμη κι αν τα λόγια σου ή το πρόσωπό σου δε με βοηθούσαν, το βλέμμα σου μου εξηγούσε τα πάντα.

Και στην περίπτωση που καταλάβαινα πως είσαι στα αλήθεια χαρούμενος, και τότε παίζεται αν θα ζήλευα. Γιατί θα ήξερα πού θα κατέληγες εσύ και πώς θα κατέληγε εκείνη. Το έργο το έχω ξαναδεί, δε θα πάρω.

Πάντως, αν καταφέρνεις και ξεγελάς τον εαυτό σου, μπράβο σου. Αν αυτό σε βοηθάει, συνέχισε να προσποιείσαι ότι σου τέλειωσα, ότι προχώρησες με τη ζωή σου κι ότι σίγασε κάθε συναίσθημά σου για μένα, που κάποτε φώναζες «τα πάντα» σου. Κι όταν έρθει η στιγμή που θα διερωτηθείς γιατί νιώθεις τόση μεγάλη ανάγκη να τα κάνεις όλα αυτά, τρέξε σε αυτήν, μπας και καταφέρει να σε παρηγορήσει.

Πρόσεξε, όμως, είναι παγίδα. Μπορεί τότε να σου επιβεβαιώσει ότι όσο γεμίζεις το κενό μου μαζί της, αδειάζεις εσένα.

Συντάκτης: Ελένη Σιήμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη