Πάνω που ήσουν σε ηρεμία, δε θέλει περισσότερο από μία λάθος στροφή και να ‘σαι, να στέκεσαι απέναντί του. Ο παλιός καλός εαυτός σου. Αυτός που σιχάθηκες και που πάλεψες να διώξεις. Οι κακές συνήθειες που έκοψες. Τα ξενύχτια και τα κλάματα. Οι μαύροι κύκλοι. Τα κιλά που έχασες. Στέκεται εκεί, αγέρωχος, και σε κοιτά. Διαπεραστικά. Μέχρι να φτάνει το βλέμμα του να ακουμπά την ψυχή σου. Τόσο που να νιώθεις πως τη χάνεις. Τη χάνεις και γίνεται δικιά του. Την ξεπουλάς; Μπορείς να ξεπουλήσεις την ψυχή σου σε ‘σένα; Χαζό; Κι όμως, μπορείς.

Είναι ό,τι κακό έχεις μέσα σου. Ό,τι πάσχισες να ξεχάσεις πως υπήρξες. Κι είναι όλα εκεί. Κι είναι τόσο εύκολο να ενδώσεις. Όλα όσα πάλεψες να καταφέρεις φαντάζουν τόσο μακρινά. Η άνεσή σου ουτοπική. Η ηρεμία σου ψεύτικη. Δεν μπορείς να μη διερωτηθείς αν η ανάκαμψή σου ήταν ένα ωραίο, μεγάλο, ψέμα. Ένα ψέμα που έμοιαζε τόσο αληθινό, γιατί ακριβώς ήθελες να το πιστέψεις.

Είχες την ανάγκη να το κάνεις. Για να μπορείς να αντικρίζεις το είδωλό σου στον καθρέφτη. Για να μπορείς να περιφέρεσαι ανάμεσα στους ομοίους σου και να εφαρμόζεσαι εύκολα στην πλάνη των γύρω σου. Αλήθεια, το ψέμα του κόσμου μας αναγκάζει να ψευδόμαστε στους εαυτούς μας ή το ψέμα στους εαυτούς μας μάς αναγκάζει να ψευδόμαστε στον κόσμο;

Γελά. Ξέρει ότι ξέπεσες στα υπαρξιακά, άρα σε αγγίζει. Σε επηρεάζει η παρουσία του. Κι αν μπορεί να σε επηρεάσει, έχει ήδη ανοίξει την πρώτη ρωγμή στον γυάλινο κόσμο σου. Σε πιάνει ένα πείσμα κι ένα παράπονο. Δε θέλεις να του δώσεις την ικανοποίηση της νίκης. Χαίρεσαι με τη σπίθα αντίστασης που αναγνωρίζεις στο βλέμμα σου. Μα φοβάσαι πως δεν είναι αρκετή. Φοβάσαι πως οι δυνάμεις σου δε φτάνουν. Πως είσαι στα όριά σου. Κι είσαι έτοιμος να σπάσεις.

Αποσπάται η προσοχή σου και το βλέμμα σου πλανιέται γύρω. Στα ίδια λημέρια, στους ίδιους δρόμους. Η μυρωδιά είναι οικεία. Το αίσθημα γνώριμο. Σαν να μην έφυγες ποτέ. Νιώθεις να ταιριάζεις εδώ. Πώς μπορείς να αγαπάς και να σιχαίνεσαι ταυτόχρονα ένα μέρος τόσο πολύ; Εδώ έχασες ό,τι καλό είχες κι εδώ ανέπτυξες ό,τι χειρότερο απέκτησες. Κι όμως δεν μπορείς να αγνοήσεις το αίσθημα νοσταλγίας. Δεν μπορείς να απαρνηθείς το ποιος ήσουν. Το ποιος υπήρξες. Δε θάβονται οι πτυχές μας. Δεν αγνοούνται.

Δες γύρω. Κοίτα με κι εμένα. Είμαι εσύ κι είσαι εγώ. Φτιαγμένοι απ’ την ίδια πάστα. Είμαι το ψέμα σου κι είσαι η αλήθεια μου. Και μόνο μαζί υπάρχουμε. Αλλιώς απλά επιζούμε. Αγνοώντας με δε σε σώζεις. Μας σκοτώνεις και τους δύο. Μπορείς να κρύβεσαι απ’ όλους, όχι από μένα. Είμαι εσύ κι είσαι εγώ. Και δε σου κρύβομαι. Την αλήθεια που αποφεύγεις εσύ, στη βγάζω εγώ στη φόρα. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εαυτοί. Υπάρχουν στιγμές και παρορμήσεις. Υπάρχει λογική και συναίσθημα. Κι υπάρχουν φωνές. Κι είναι όλα ένα πανέμορφο κράμα ψυχής, σώματος, σκέψης και συναισθήματος που ονομάζουμε «εαυτό».

Και πρέπει να μάθεις να το αγαπάς. Να σε αγαπάς εσένα, να με αγαπάς εμένα. Δεν μπορείς να μας διαχωρίζεις, να μας σπάζεις σε κομμάτια και να επιλέγεις ποιο θέλεις να πιστεύεις πως είσαι. Δεν μπορείς να απορρίπτεις πτυχές σου. Δεν μπορείς να προσποιείσαι πως δεν υπήρξαν. Μόνο να τις αποδέχεσαι. Να μαθαίνεις απ’ τα λάθη σου και να βελτιώνεσαι. Να παλεύεις με τους δαίμονές σου και να μην παραδίνεσαι. Μα, αν χάνεις, να αποδέχεσαι τις ήττες ως φυσικό προνόμιο της θνητότητάς σου.

Μην αποζητάς την τελειότητα, δεν υπάρχει. Να αποζητάς την αλήθεια της ύπαρξής σου.  Αυτό που σε κάνει εσένα. Να αγκαλιάζεις όλες τις φωνές στο κεφάλι σου. Να τις αφήνεις να ουρλιάζουν, γιατί φωνάζουν πως ετούτη τη στιγμή, σ’ αυτό ακριβώς το μέρος, επιλέγεις να υπάρχεις. Σε δηλώνουν παρόντα στους ανθρώπους του κόσμου. Αυτά τα παράξενα όντα που υπολειτουργούν σπασμένα με έναν –μοναδικά όμορφο– τρόπο που σχεδόν τα κάνει να μοιάζουν άρτια.

Μη με κοιτάς σαν να μη με αναγνωρίζεις. Είμαι εσύ κι είσαι εγώ. Και μόνο μαζί υπάρχουμε. Αλλιώς απλά επιζούμε. Δείξε μου πώς να σε αγαπήσω για να μ’ αγαπήσεις κι εσύ. Μόνο έτσι κερδίζουμε.

 

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη