Εν μέσω εξεταστικής και με το ηθικό προφανώς ακμαιότατο, κλίνω προς την εξής συνειδητοποίηση. Τείνω να ανήκω στο τάγμα των ανθρώπων που γεννήθηκαν σε λάθος τόπο, χρόνο και γενικώς που χαραμίζονται. Γιατί είμαστε εμείς που είμαστε φτιαγμένοι από πάστα αρχαίας τραγωδίας, οϊμέ και που γεννιόμαστε σε έναν κόσμο που κανείς δεν υποστηρίζει την κλίση μας -οϊμέ Χ2.

Έχουμε το μελόδραμα στο αίμα μας, ρέει το παράπονο στις φλέβες μας. Μπορούμε να κάνουμε την τρίχα τριχιά παίρνοντας ένα απλό καθημερινό συμβάν, που καμία περιπλοκότητα δε διαθέτει, κι αναλύοντάς το –μέχρι σημείου αηδίας να σημειωθεί–, υπολογίζοντας  όλες τις πιθανές εκφάνσεις, πείθοντας τον εαυτό μας για τη χείριστη εκ αυτών, εν τέλει να καταλήξουμε να ‘μαστε απαρηγόρητοι, τόσο που να θέλουμε πέσουμε να πεθάνουμε. Αν δεν είναι αυτό επίτευγμα, τότε τι;

Παίρνουμε θέση στο μέσο της σκηνής μας και ξεκινάμε έναν σπαρακτικό μονόλογο δράματος για τα κακά της ζωής, για τις ατυχίες που μας κτυπούν απανωτές και που κανείς δεν έχει την ευγενή καλοσύνη να μας λυπηθεί και να μας απαλλάξει απ’ τη μιζέρια μας. Για τα άδικα των αδίκων, όλως αδίκως, διαμαρτυρόμαστε και το ποτήρι κυρίως μισοάδειο –μη σας πω και τελείως άδειο– το βλέπουμε. Ρίχνουμε, έπειτα, τα εφεδρικά δάκρυα που έχουμε πάντα σε ετοιμότητα αποσκοπώντας στον οίκτο των θεατών μας. Θρίαμβος.

Η παράσταση κορυφώνεται στην υπαρξιακή κρίση. «Ποιος είμαι, πού πάω, τι κάνω, υπέρ τι τάσσομαι και ποια η θέση μου στη μάταια αυτή ζωή;» Οϊμέ. Τα ερωτήματα σωρό και κρίνονται ρητορικά, ακριβώς γιατί απάντηση δε θα λάβουμε και μάλλον δεν περιμένουμε να λάβουμε, γιατί ο μόνος που μπορεί να μας απαντήσει είναι ο ίδιος που τα θέτει: ο εαυτός μας. Τα θέτουμε επομένως απλά για να τα θέσουμε για να ‘χουμε να λέμε περί υπαρξιακών περιπλανήσεων κι αστάθμητων παραγόντων ιδιοσυγκρασίας.

Απλά, λιτά και περιεκτικά την αγαπάμε την περιπλοκότητά μας. Διψάμε για το δράμα, τρεφόμαστε απ’ τον μαζοχισμό μας. Πνιγόμαστε με παράλογη ευκολία σε μία κουταλιά νερό, τόση που μπορεί να θεωρηθεί ηθελημένος ο πνιγμός. Κι ίσως υποσυνείδητα να ‘ναι. Είναι, άλλωστε, αναλογικά πιο εύκολο να ‘σαι ο παραπονεμένος, το θύμα κι ο αδικημένος. Να ‘χεις αποδιοπομπαίο τράγο τις μοίρες, την κακοτυχία, το κατεστημένο και να κάθεσαι με δεμένα χέρια περιμένοντας έναν από μηχανή θεό να σε σώσει για να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ωραίες οι τραγωδίες, μα κάποτε οφείλουμε να την τιμάμε και λίγο την πραγματικότητα, δε νομίζετε; Αν μη τι άλλο, θέλοντας και μη, σ’ αυτή ζούμε κι όχι σ’ ένα παράλληλο σύμπαν αρχαίας τραγωδίας. Εγώ λέω να χαλαρώνουμε και καμία φορά, έτσι περιστασιακά, απλά για να δούμε πώς είναι. Να σταματήσουμε να παρασκεφτόμαστε, μήπως και καταφέρουμε να σώσουμε κανένα απ’ τα κύτταρα εγκεφάλου που διαθέτουμε και να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε ό,τι έρχεται στην ώρα του -και τον κοριό την άνοιξη, εννοείται.

Να αφήσουμε τους μεγεθυντικούς φακούς και να δούμε τις καταστάσεις στις αληθοφανείς διαστάσεις τους. Να μάθουμε να σκάμε και λίγα χαμογελάκια στις καλές μας, να μην πηγαίνει στράφι κι η οδοντόκρεμα που αγοράζουμε, ε; Να μάθουμε να εκτιμάμε και τα ωραία της ζωής, να λέμε και κανένα αστείο, να γελάμε με τα χάλια μας. Άμα τα διακωμωδήσεις όλα λίγο, καλύτερα φαίνονται, παίρνουν και λίγο χρώμα. Πιο μεγάλη απήχηση έχουν οι κωμωδίες απ’ τις τραγωδίες σημειώσατε.

Ε, κι αν είμαστε στις μαύρες μας κι έχουμε ανάγκη το μελόδραμα, ας κάτσουμε σπιτάκι μας, εμείς κι οι σκέψεις μας, να βάλουμε μια ωραία μουσικούλα στο background και να κόψουμε φλέβα με την ησυχία μας, χωρίς να ταλαιπωρούμε άτυχους περαστικούς. Αλλά να ξέρουμε να θέτουμε τα όριά μας, πάνω απ’ όλα. Όταν παραπάει η υπόθεση να ξέρουμε βάζουμε μία ωραιότατη τελεία και να παίρνουμε τα κομμάτια μας να τα συναρμολογούμε πίσω στη θέση τους. Ας σηκωθούμε να πάμε μια βόλτα, να πάρουμε τηλέφωνο έναν φίλο να βγούμε, να φάμε ένα ωραίο παγωτάκι, να πούμε, τέλος πάντων, τραγωδία τέλος, here comes the sun που λένε κι οι Beatles.

Γιατί είναι κρίμα κι άδικο να σπαταλάμε στιγμές, αναλύοντας άλλες. Να χαραμίζουμε τα ωραία που μας περιμένουν στο δράμα που αναπαράγουμε απ’ τα άσχημα που πέρασαν. Αν μπορούμε να ‘χουμε ένα σιγουράκι στη ζωή είναι ότι εκείνη φεύγει. Φεύγει και δε λέει να γυρίσει πίσω. Όσο την έχουμε ας την κρατήσουμε κι ας την ζήσουμε στο τώρα της. Τα «οϊμέ» δεν έσωσαν ποτέ κανένα, οϊμέ!

 

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη