Πρώτο έτος: νέα δεδομένα, νέα ζωή, νέα πόλη πιθανώς και φυσικά νέες φιλίες. Όλοι θυμόμαστε την αμηχανία της πρώτης μέρας, νιώθοντας πραγματικά σαν τη μύγα μες στο γάλα. Δεν είχε καμία διαφορά με το σχολείο σε αυτό το κομμάτι, γιατί όσο αμήχανα ένιωθες τότε την πρώτη μέρα στο σχολείο, το ίδιο ακριβώς ένιωσες και την πρώτη μέρα στη σχολή σου.

Δε χρειάστηκε, όμως, παραπάνω από μία μέρα για να καταλάβεις ότι τώρα τα πράγματα είναι πολύ πιο χαλαρά. Κάθε μέρα, χωρίς υπερβολή, ο αριθμός των ατόμων που γνώριζες, είτε συμφοιτητές σου είτε φίλοι συμφοιτητών που έρχονταν στους καφέδες που πίνατε, ήταν τουλάχιστον διψήφιος. Γι’ αυτό και δεν μπορούσες να θυμηθείς τα ονόματα όλων των παιδιών που βρίσκονταν στο τραπέζι σας. Γυρνούσες διακριτικά στο φιλαράκι δίπλα σου, που είχατε εξ αρχής λίγη χημεία παραπάνω και δέσατε και ρωτoύσες πώς λένε τον τάδε. Σε κοίταζε ενοχικά έτοιμος να βάλει τα γέλια, καταλαβαίνοντας έτσι πως ούτε αυτός γνώριζε πώς τους λένε όλους.

Γενικά οι μέρες κυλούσαν ομαλά, ήσασταν μια πολύ ωραία, χαρούμενη και κυρίως μεγάλη παρέα. Sleepover σε σπίτια, ξενύχτια σε κλαμπ και κρασάδικα, ατελείωτοι καφέδες που μέρα πηγαίνατε και νύχτα φεύγατε, ήταν μόνο μερικές απ’ τις καθημερινές σας δραστηριότητες. Αυτό όμως που σου άρεσε πιο πολύ από όλα στους νέους σου φίλους και στη νέα σου ζωή, ήταν η μηδαμινή σχέση που είχαν με τα παλιά, κομπλεξικά του λυκείου. Όχι θάψιμο του ενός πίσω απ’ την πλάτη του άλλου, όχι σπασίματα τύπου «δε σου μιλάω» για το τίποτα, όχι κόμπλεξ, όχι τσακωμοί. Απλά μια παρέα ενηλίκων που περνάνε καλά. Ή, έτσι ήταν τουλάχιστον στην αρχή.

Γιατί κάπου στα τέλη του πρώτου έτους, έπεσε ένας τσακωμός ανάμεσα σε κάποια μέλη της παρέας σας και ξέρατε όλοι πολύ καλά πως δε θα ήσασταν ποτέ όπως παλιά. Δεν μπορούσατε ποτέ να συνεννοηθείτε για να βγείτε, καθώς αν ερχόταν ο ένας δεν ήθελε να έρθει ο άλλος κι έτσι θέλοντας και μη, ο καθένας σας διάλεγε στρατόπεδο. Αρχικά για να βγείτε επιτέλους σαν άνθρωποι κι έπειτα γιατί, όπως είναι φυσιολογικό, όταν γνωρίζεις κάποιον καλύτερα κι έρχεστε πιο κοντά, δένεστε, σου παρουσιάζει τα πράγματα απ’ τη δική του οπτική κι εσύ εννοείται πως τον πιστεύεις και τον υποστηρίζεις.

Κάπως έτσι, λοιπόν, έπαθε η παρέα την πρώτη της κρίση. Στην αρχή του δεύτερου έτους, όλοι είχατε έναν αέρα αναζωογόνησης. Λίγο το καλοκαίρι, λίγο τα κοκτέιλ, λίγο ο ήλιος κι η θάλασσα, ξεκουραστήκατε για τα καλά κι επιστρέψατε με όρεξη και κέφι για μια καινούρια αρχή. Πραγματικά, βγήκατε τον καθιερωμένο καφέ της πρώτης μέρας κι ήταν κυριολεκτικά σαν να μην πέρασε μια μέρα. Το μόνο που είχε αλλάξει σε ορισμένους ήταν η εξωτερική τους εμφάνιση: άλλοι βάψανε μαλλιά, άλλοι μαύρισαν, άλλοι είχαν γκομενάκι κι έλαμπαν. Ήταν όλα σαν τον παλιό καλό καιρό κι όντως πίστεψες πως τίποτα πλέον δε θα σας χωρίσει.

Μέχρι που λίγο καιρό αργότερα ξεκίνησαν πάλι τα ίδια κι ακόμα χειρότερα. Έβλεπες ήδη κάποια άτομα να απομακρύνονται, χωρίς ιδιαίτερο λόγο κι αιτία και να περνάνε χρόνο με άλλα άτομα απ’ τη σχολή σου. Και σπασίματα άρχισαν, και μούτρα χωρίς λόγο, και ξεσπάσματα αδικαιολόγητα που μετά πήγαν να το ρίξουν στην πλάκα για να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Γενικά παρατηρούσες το εξής: οι φίλοι σου σού φαίνονταν διαφορετικοί, πως είχαν αλλάξει, πως δεν είναι αυτοί που γνώρισες. Σπας το κεφάλι σου μπας και καταλάβεις το εξής: πώς γίνεται ένας άνθρωπος να αλλάξει μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα;

Η μόνη λογική εξήγηση εδώ είναι να μην άλλαξε, αλλά τώρα να σου έδειξε τον πραγματικό του εαυτό. Πριν βιαστείς να τον βγάλεις διπρόσωπο, χωρίς να αποκλείουμε το γεγονός ότι όντως είναι, σκέψου το εξής: πάντα, όταν γνωρίζουμε έναν άνθρωπο για πρώτη φορά, μας βγαίνει ενστικτωδώς να του δείξουμε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Αυτό το κάνουμε γιατί θέλουμε να επισφραγίσουμε τη φιλία και την εμπιστοσύνη του, καθώς φοβόμαστε πως στη θέα του παραμικρού μας ελαττώματος, θα μας αφήσει.

Όταν, λοιπόν, δένουμε το γάιδαρο που λέει κι η γιαγιά μου, τότε είναι που δε νιώθουμε πλέον την ανάγκη να προσέχουμε και την τελεία στα λεγόμενά μας, που δε χρειάζεται να κρύβουμε τόσο τα κουσούρια μας, που δε θα φοβηθούμε να ακυρώσουμε έξοδο τελευταία στιγμή, απλά και μόνο επειδή μας έπιασαν τα ψυχολογικά μας. Έτσι, για αυτό σου δίνεται η εντύπωση ότι έχει αλλάξει ο φίλος σου, ενώ αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι βλέπεις τον εαυτό του ακριβώς όπως είναι, χωρίς καμία προσπάθεια ωραιοποίησης, κρυφτού, χωρίς καμία μάσκα.

Τρίτο έτος πλέον κι εδώ είναι που ξέρεις ποιοι είναι πραγματικοί φίλοι σου και ποιοι όχι. Οι καλοί σου φίλοι είναι πλέον με το ζόρι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ο φίλος, ποιος ο γνωστός και ποιος θα το παίξει φίλος επειδή θέλει κάτι από εσένα. Δεν είναι ότι κρατάς κακία στα παιδιά που πλέον δεν κάνετε παρέα, ίσα-ίσα, ένα γεια και τα τυπικά τα έχεις με τους περισσότερους. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δε ζητάμε απ’ τις επαφές μας τα ίδια πράγματα και γι’ αυτό ακριβώς δε γίνεται να στεριώσουμε με όλους.

Κακά τα ψέματα, το πανεπιστήμιο πέραν απ’ τα προφανή που σου διδάσκει, το καλύτερο μάθημά του είναι να σε εκπαιδεύσει και να σε προετοιμάσει για τις σχέσεις σου με τους ανθρώπους. Πως μπορεί κάτι να μην είναι αυτό που φαίνεται, πως είναι δυνατόν, ενώ με έναν άνθρωπο ένιωσες εξ αρχής πως ταιριάζετε σαν δυο σταγόνες βροχής, τελικά να μην ήταν έτσι. Πως θα πέσεις πολλές φορές έξω στην εκτίμησή σου για τους ανθρώπους και πως αυτό δεν είναι καθόλου κακό, εδώ που τα λέμε. Μαθαίνεις αρκετά, γι’ αυτό φρόντισε να εκμεταλλευτείς αυτές τις γνώσεις, ώστε να προφυλάξεις τον εαυτό σου από πολλά.

Συντάκτης: Ειρήνη Μανουσαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη