Καλοκαίρι. Ιούνιος. Ιούλιος. Αύγουστος. Τρεις μήνες ίδιοι για όλους. 90+ μέρες που μοιραζόμαστε όλοι. Ανάγκη για ξεκούραση, επιθυμία για θάλασσα, όρεξη για ολοήμερες αποδράσεις με ψυγειάκια, σαντουιτσάκια, μπιρίτσες και νεράκια. Μαραθώνιοι ρακέτας και beach volley. Επαναλαμβανόμενο και τακτικό πασάλειμμα αντηλιακού. Διάσπαρτες γρατζουνιστές ψάθες και κουβαδάκια. Τσουγκράνες και φτυαράκια μα και θαλασσινά κουπάκια για θαλασσινά σχέδια. Αυτοσχέδιοι πύργοι άμμου κι αυλάκια γύρω-γύρω. Πέτρες άσπρες, μαύρες, γκρι, κόκκινες, καφέ παντού. Κοχύλια μεγάλα και μικρά. Μάσκες και γυαλάκια παρατημένα δίπλα στα πολύχρωμα βατραχοπέδιλα. Αναπνευστήρες μικροί, μεσαίοι και μεγάλοι για κάθε λογής στόμα κι αναπνοή. Το μπλε κυριαρχεί κι είναι τ’ ουρανού και της θάλασσας.

Κι όλη αυτή η μαγευτική εικόνα διαλύεται όταν έρχεται ο καθένας και τοποθετεί την ομπρέλα του ακριβώς μπροστά σου σαν να μην υπάρχεις. Απλώς σε διαγράφει. Δε σε βλέπει καν. Όχι, όχι, δεν καταλάβατε. Δεν «κάνει» πως δε σε βλέπει. Δε σε βλέπει. Εμφανίζεται σαν μόνη ψυχή ή με την οικογένεια ή με την παρέα ή με το έτερον ήμισυ και τοποθετεί ευλαβικά κι αποφασιστικά την ομπρέλα μπροστά σου.

 

 

Μένεις με το στόμα ανοιχτό. Περιμένεις λίγα λεπτά, γιατί σκέφτεσαι «Δεν μπορεί, κάπως κάτι του ξέφυγε του ανθρώπου. Θα με δει». Κι όμως, το στόμα μπορεί να παραμένει ανοιχτό, τα μάτια μπορεί να μένουν γουρλωμένα, η απορία μπορεί να είναι έκδηλα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου αλλά παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει κανένα ίχνος αντίδρασης από το συμβάν της «μπροστινής ομπρέλας».

Όλα γίνονται με απόλυτη συνέπεια και προγραμματισμό. Στην αρχή είναι η στιβαρή τοποθέτηση της ομπρέλας. Ακολουθεί το άνοιγμα των καθισμάτων και της ξαπλώστρας. Συνεχίζεται η ιεροτελεστία της τακτοποίησης της επιπλέον παραλιο-σκευής (αντί οικοσκευής) και μετά έρχεται το τέλος αυτής της ασύλληπτα ακατανόητης αγενούς συμπεριφοράς και τακτικής με την εναπόθεση των οπισθίων αυτού του ανθρώπου, στη θέση τους.

Αφουγκράζεσαι και την υπέρτατη ικανοποίησή του ότι βρήκε ένα μέρος για να τοποθετηθεί και ν’ απολαύσει τη θάλασσα και το μπάνιο του. Δε θα γίνω υπερβολική αν συνεχίσω ν’ αναφέρω ότι ούτε το στόμα έχεις κλείσει αλλά και τα μάτια παραμένουν γουρλωμένα. Η επόμενη κίνηση που κάνεις είναι να κουνηθείς, αν και αργά το θυμήθηκες, μπας κι αντιληφθεί πόσο αναίσθητος είναι. Όπως είπα, αργά το θυμήθηκες αλλά έπρεπε να το κάνεις. Νόμιζες ότι θ’ αλλάξει κάτι, αλλά δεν άλλαξε. Μα και πώς περίμενες ν’ αλλάξει;

Τι συμβαίνει -αλήθεια- μ’ όλους αυτούς τους τύπους; Τι φάση παίζει; Τι έργο ζουν; Από ποιο πλανήτη έχουν κατέβει; Είναι φτιαγμένοι από άλλο υλικό; Εκείνου του σκληρόπετσου κι αδιαπέραστου μουσαμά που δεν το αγγίζει τίποτα; Δηλαδή οκ, καταλάβαμε ότι δεν τους νοιάζει γενικότερα αλλά σε τέτοιο βαθμό; Είναι απίστευτο το να γίνεσαι θεατής μιας τόσο ασήμαντης στιγμής και να σ’ ενοχλεί τόσο. Είναι σοκαριστικό να θες να σηκωθείς και να ουρλιάξεις όσο πιο δυνατά γίνεται: «Εεε! Δε με βλέπεις; Είμαι κάποιο αόρατο ον;» κι απλώς στέκεσαι εκεί από το μούδιασμα και τελικώς δεν κάνεις τίποτα. Γιατί να συμβαίνει αυτό;

Θα σας πω γιατί. Γιατί πήξαμε στην αναισθησία. Πήξαμε στην απανθρωπιά. Πήξαμε στην «πάρτη μου». Πήξαμε στο «το δικό μου είναι σημαντικότερο από το δικό σου». Πήξαμε στο ζαμανφουτισμό. Πήξαμε στον ωχαδερφισμό. Το «έλα μωρέ τώρα» έγινε η δεύτερη ατάκα μας, αν όχι η πρώτη. Το «αφού δεν καίγεται ο δικός μου ο κώλος, δεν πάει να γ*μηθεί» έγινε το motto μας.

Εύλογα θ’ αναρωτηθεί κανείς. Καλά, κι όλες αυτές τις διαπιστώσεις τις έκανες από αυτό το μεμονωμένο γεγονός; Από κάποιο άτομο που έστησε μια ομπρέλα μπροστά σου; Υπάρχουν και τόσα άλλα καλά που βλέπουμε στις παραλίες. Όντως υπάρχουν. Βλέπεις κι ανθρώπους να κουβαλούν έξτρα σακούλες για να μαζέψουν και τα σκουπίδια των διπλανών ή των χθεσινών που έφυγαν και τα ξέχασαν. Βλέπεις κι εκείνους που ευγενικά ρωτάνε αν πειράζει να στήσουν λίγο παραδίπλα από εσένα. Βλέπεις κι εκείνους που μιλάνε στα παιδιά τους όμορφα κι ευγενικά και τους μαθαίνουν καλούς τρόπους. Λησμονούνται όμως εύκολα όλα αυτά, γιατί έρχεται αυτή η τερατώδης ισχύς αναισθησίας και προβολής εαυτού που είναι άκρως αποκαλυπτική για τους υπόλοιπους.

Και ναι, αυτή η μικρογραφία συμπεριφοράς που πλέον είναι τόσο συχνή κι εμφανίζεται στις παραλίες μπροστά μας, δεν αφορά μόνο στις παραλίες. Αφορά σ’ όλες τις περιοχές και τα μέρη γύρω μας. Κι ενώ μας αγγίζει και μας ταρακουνά σε τέτοιο βαθμό, θυμώνουμε αλλά δεν αντιδρούμε, απορούμε αλλά δεν το εκφράζουμε, σηκωνόμαστε αλλά δεν περπατάμε. Στο τέλος, έχουμε εκείνη τη γραφική έκφραση με τα γνωστά απορημένα μάτια και το μισάνοιχτο στόμα που δε λέει να βγάλει άχνα. Απλοί θεατές στην τριλογία της αναισθησίας, αναισχυντίας κι αδιαντροπιάς.

Δεν αφορά λοιπόν σε μια μεμονωμένη στιγμή. Αφορά σ’ ένα φαινόμενο. Ένα κατεστημένο. Και ναι. Το «σύνδρομο της μπροστινής ομπρέλας», αν το δείτε βαθιά και καθαρά, αντιπροσωπεύει όλες εκείνες τις συμπεριφορές που δε νοιάζονται και δεν πασχίζουν για τον δίπλα, τον πίσω, τον πλάι. Απλά προσπερνούν χωρίς να σε κοιτούν. Θέλουν μόνο να περνούν καλά. Να στρουθοκαμηλίζουν κάνοντας πως δε βλέπουν. Να εγκαθίστανται σε μέρος που δεν επιτρέπεται. Να κάνουν τα πάντα για να μην τους αγγίξει τίποτα. Γιατί έτσι έμαθαν κι από αυτό είναι φτιαγμένοι. Νοιάζονται να είναι πάντα μπροστά από τους άλλους, κάνοντάς τους αόρατους, για τα δικά τους μάτια μόνο. Κι όχι μόνο στην παραλία, αλλά παντού.

Κι αν έχετε τέτοιους ανθρώπους κοντά σας, σίγουρα έχετε αντιληφθεί ότι είναι καιρός να τους απομακρύνετε, όπως θα έπρεπε να είχατε κάνει και μ’ εκείνη την ομπρέλα που ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σας.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου