Μπήκε η νέα χρονιά και μαζί μ’ αυτήν μπήκανε κι όλα εκείνα ή κι όλοι εκείνοι που μας συνοδεύουν πραγματικά και ρεαλιστικά αλλά κι όλα εκείνα ή εκείνοι που απουσιάζουν σωματικά αλλά κατοικούν πάντα μέσα μας, πλάι μας, μπροστά μας ή και πίσω μας. Άλλες φορές είμαστε αρκετά γενναίοι και κοιτάζουμε στα μάτια την απώλεια κι άλλες κάνουμε πως δεν ήταν ποτέ απώλεια, μετατρέποντάς τη σε μια ιδέα ενός μακρινού ταξιδιού χωρίς επιστροφή. Όπως και να’ χει, είναι σημαντικό αλλά και βοηθητικό να μπορούμε να συμφιλιωνόμαστε μ’ αυτό που έχει χαθεί και φύγει ως φυσική παρουσία γιατί , καταρχάς, το κρατάμε ζωντανό και στη συνέχεια το αφήνουμε να μας συντροφεύει και να μας προσφέρει ό,τι δεν πρόλαβε, στον καιρό που συμπορευόμασταν.

Δεν ξέρω πόσο συχνά μπορεί να συμβαίνει στον καθένα μας, αλλά σίγουρα έχει συμβεί τουλάχιστον μια φορά. Είναι εκείνη η αίσθηση της ξαφνικής θαλπωρής που τόσο έχουμε ανάγκη, της απαραίτητης επίλυσης εκείνου του θέματος που τόσο μας απασχολεί, του εγκαρδιωτικού ψιθύρου ότι όλα θα πάνε καλά, της φευγαλέας μα τόσο βιωματικής αύρας γύρω μας που μας ξεσηκώνει. Είναι οι στιγμές εκείνες που αναρωτιόμαστε έντονα το “αν ήταν τώρα εδώ τι θα μου έλεγε, τι θα έκανε” που συντελούν στο ν’ αυξηθεί η συνειδητοποίησή μας ότι τελικώς, δεν είναι πια εδώ. Εδώ, μπορεί να μην είναι πια, είναι όμως παντού.

Πολλά τα βράδια που ξυπνούμε γιατί νιώθουμε πως κάποιος μας προσέχει, μας σκεπάζει, διώχνει τους περίεργους εφιάλτες που πάνε να μας επισκεφθούν. Πολλά και τα πρωινά που μας βρίσκουν με μια αναπάντεχη χαμένη δύναμη που ψάχναμε το προηγούμενο βράδυ και που τόσο είχαμε ανάγκη για να βγει καλά η μέρα. Αυτές τις απίστευτες εναλλακτικές που ξαφνικά εμφανίστηκαν στο μυαλό μας, που τις πάτε; Ναι ναι, σ’ αυτές που ψάχναμε διακαώς τόσο καιρό αναφέρομαι και για κάποιο λόγο δε μας επισκέπτονταν ποτέ. Ε να λοιπόν, που μας επισκέφθηκαν την καταλληλότερη στιγμή και μας έδωσαν την πνοή που χρειαζόμασταν.

Είναι γνωστό πως όταν χάνουμε ένα αγαπημένο πρόσωπο, στο υφιστάμενο βάναυσο παρόν και στο ψυχολογικά αβέβαιο μέλλον, αντιμετωπίζουμε τα πράγματα και τους ανθρώπους διαφορετικά. Γινόμαστε πιο δύσπιστοι αλλά και πιο ευάλωτοι. Αφήνουμε τον εαυτό μας κι όλες τις ενσυναισθητικές μας δυνατότητες περισσότερο εκτεθειμένες. Δεν το θέλουμε απαραίτητα, ούτε και το προκαλούμε. Συμβαίνει όμως γιατί δε γίνεται αλλιώς. Η ευαλωτότητα χτυπάει κόκκινο και τα ακραία συναισθήματά μας επισκέπτονται ασταμάτητα. Παράλληλα όμως, διογκώνεται κι αυτή η αλληλέγγυα φροντίδα μ’ άλλους ανθρώπους που έχουν περάσει το ίδιο. Αντλείται μια νέα εσωτερική δύναμη μέσα μας, που έχει ως  συνέπεια να στηρίζουμε κάποιον που βιώνει το ίδιο. Μέσα σ’ όλον αυτόν τον μεταφυσικό και πνευματικό κυκεώνα που λαμβάνει χώρα, ντοπάρεται η 6η αίσθησή μας κι εγκαθίσταται οριστικά μέσα μας, καταλαμβάνοντας τη θέση μιας αίσθησης που λειτουργεί ως βασική.

Αυτή η διαδικασία, αυτό το συναίσθημα, είναι κάτι παραπάνω απ’ τα 5 στάδια του πένθους. Έχουμε αρνηθεί, έχουμε θυμώσει, έχουμε διαπραγματευτεί με ό,τι ανθρώπινα ρεαλιστικό γύρω μας, πέσαμε σε κατάθλιψη και τελικώς το αποδεχτήκαμε. Το επόμενο βήμα έρχεται. Βιώνουμε την παρατεταμένη διατήρηση της απουσίας και σιγά-σιγά τη μετατρέπουμε σε μεταφυσική παρουσία. Όλο αυτό αφορά τη μεστή συνειδητοποίησή μας ότι μπορούμε ν’ αποδεχόμαστε, ν’ αφήνουμε να υπάρχει και να μετεωρίζει στον χώρο μας η ενέργεια αυτή. Όπου κι αν είμαστε εκείνη τη στιγμή.

Όλη αυτή η μεταφυσική αίσθηση που αποκτιέται μετά από πολύ χρόνο και ψυχικό αυτό-εναγκαλισμό, μπορεί να εμφανιστεί με άπειρους τρόπους, μοναδικά στον καθένα. Μεταφράζεται ως μια ανάγκη αυτού που έμεινε πίσω να κρατήσει κάτι ζωντανό κι απτό αλλά κι ως σημάδι του αιώνιου: τίποτα δε χάνεται και δεν πεθαίνει αν μένει ζωντανό στην καρδιά μας και στον νου. Δε χρήζει φόβου. Δε συνδέεται με κάτι τρομακτικό. Δεν αφήνει πληγή. Υπάρχει γιατί θέλουμε κι αποζητούμε εμείς να υπάρχει. Βοηθάει γιατί το επιτρέπουμε εμείς να βοηθάει. Πολλές είναι οι φορές που το αισθανόμαστε και μέσω των παιδιών μας, μιας κι αυτά -ως αυτούσια πηγή αθωότητας- αποτελούν διαύλους φοβερών τύπων επικοινωνίας. Ή μπορεί και ν’ ακούσουμε μια ατάκα, πολυχρησιμοποιημένη απ’ το πρόσωπο που δεν είναι πια μαζί μας, απ’ το στόμα ενός φίλου και πάλι να νιώσουμε τη σύνδεση. Όλες αυτές τις στιγμές, είναι μαζί μας με τον τρόπο τους και κρατούν τη σύνδεση ανοιχτή.

Όλοι είμαστε ενέργειες. Κι ως ενέργειες δεχόμαστε και στέλνουμε και λαμβάνουμε καθημερινά κι όλες τις στιγμές μηνύματα, σκέψεις, επιθυμίες, απωθημένα. Άλλωστε, όλη αυτή η αίσθηση, οπλίζεται και προστατεύεται απ’ την μεγαλύτερη ενέργεια όλων: την αγάπη. Γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές, ενώ έχουμε να κάνουμε με κάτι μεταφυσικό, δεν τρομάζουμε. Ίσα-ίσα, κάνουμε το ακριβώς αντίθετο. Απ’ την τόσο μεγάλη επιθυμία μας να νιώσουμε αυτήν την ενέργεια, την τρομάζουμε εμείς.

Κάθε ψυχή είναι μια προσευχή. Κάθε προσευχή είναι αυστηρά προσωπική. Οι αποδέκτες των προσευχών, επίσης. Δεν υπάρχει κανένας στόχος στην προκειμένη. Είναι όλα στο φλου. Γιατί κι η ζωή η ίδια είναι φλου κι εμείς πιστοί σχοινοβάτες της. Όταν όμως επιτρέπουμε να έχουμε κι όλους εκείνους κάπου εκεί κοντά όταν ακροβατούμε, τότε σίγουρα θα έχουμε μια επιπλέον ωφελούμενη ψυχοπνευματική προσθήκη. Εκείνης που συνδέεται με τη μη δικαιολογημένη σιγουριά κι αυτοπεποίθηση ότι όλα θα πάνε καλά. Και θα πάνε. Όσο σουρεάλ κι αν ακούγεται. Άλλωστε και το σουρεάλ, ενέχει και το πραγματικό μέσα.

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου