Αγάπη, τι δύσκολο πράγμα; Κι εσύ διαρκώς μπλέκεις σε καταστάσεις που ξέρεις πως δεν οδηγούν πουθενά. Έρχονται με ημερομηνία λήξης. Είτε μακρινή είτε κοντινή. Κι όμως, δίνεις πολλά σε αυτές τις σχέσεις, τις παρακαλάς να μείνουν όταν πρέπει να φύγουν, δεν ντρέπεσαι να τους εξομολογηθείς τον έρωτά σου. Αλλά –τι να κάνουμε– πρέπει να φύγουν και πάλι απόψε. Τουλάχιστον εσύ προσπάθησες κι έχεις το κεφάλι σου ήσυχο.
Πόσο εύκολο είναι να λες μεγάλες κουβέντες; Να δίνεις δήθεν την ψυχή σου σε κάτι που είναι ήδη τελειωμένο; Αλίμονο, η ασφάλεια είναι εθιστική. Σε ρουφάει μέρα με τη μέρα. Σου κλείνει τα μάτια. Σαν άλλη σειρήνα σε παρασύρει στον κόσμο της και βουλιάζεις όλο και περισσότερο μέσα σε αυτή. Οι επιλογές σου όλες μαθηματικά προδιαγεγραμμένες να οδηγούν στη λήξη. Τι καλύτερο απ’ το να ξέρεις ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει και πως ό,τι και να λες ή να κάνεις, ποτέ δε θα κληθείς να αναλάβεις κάποια ευθύνη!
Κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο συνήθως θα υπάρχει. Μα θα ‘ναι η απόσταση, μα θα ‘ναι περίπλοκη η κατάσταση από μόνη της. Πάντα θα υπάρχει κάποιο αγκάθι. Κάτι που θα σταματάει την ομαλή εξέλιξη αυτής της σχέσης. Κι εσύ εκεί. Θα επιμένεις και θα προσπαθείς να φερθείς φυσιολογικά απέναντι στον άλλον. Και κάπου εκεί θα ξεκινούν οι μεγάλες κουβέντες κι οι μεγάλες υποσχέσεις.
Άλλωστε, δεν έχεις να χάσεις κάτι. Ξέρεις από πρώτο χέρι ότι στο τέλος της βραδιάς θα μείνεις αγκαλιά με το βραβείο του ιδανικού συντρόφου.
Εκείνου του συντρόφου που φωνάζει με σπαραγμό «Μείνε» σε έναν άνθρωπο που ξέρει ότι πρέπει να φύγει μακριά. Αλλά δε θα κάνει τίποτα για να μειώσει τη μεταξύ τους απόσταση. Θα γίνεις εκείνος ο άνθρωπος που θα φαίνεται πως κάνει όνειρα για μια κοινή ζωή και θα δίνει όρκους αιώνιας πίστης κι αγάπης σε έναν άνθρωπο που ξέρει ότι δεν μπορεί να μείνει δίπλα του και να τα διεκδικήσει όλα αυτά. Θα ξέρεις ότι απευθύνεσαι σε έναν άνθρωπο που πάνω απ’ το κεφάλι του αναβοσβήνει το σήμα της εξόδου.
Κι όμως, δεν αντιλαμβάνεσαι τις πράξεις σου σαν κάτι κακό. Γιατί, άλλωστε; Ίσα-ίσα, κάνεις τον άλλο να νιώθει όμορφα, πως όλα αυτά τα συναισθήματα είναι αμοιβαία. Με εκείνο το λυπημένο ύφος, ενώ σηκώνεις δήθεν στενάχωρα τους ώμους, γιατί έχεις κάνει τα πάντα, αλλά δεν υπάρχει κάτι που να περνάει απ’ το χέρι σου για να αλλάξεις τις συνθήκες.
Φαντάζεις στα ερωτευμένα μάτια του άλλου ως ο ψύχραιμος της υπόθεσης. Αυτός που έχει αντιληφθεί τις δυσκολίες, αλλά σε πείσμα των καιρών συνεχίζει και πιάνει ένα μικρό κομμάτι της ζωής του. Φοράς τη μάσκα του απόλυτα αφοσιωμένου σε αυτή τη σχέση, που δίνει σώμα και ψυχή, αλλά αυτές οι άτιμες οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν το κάτι παραπάνω.
Και βαθιά μέσα σου ξέρεις γιατί. Σε βολεύει ότι δε χρειάζεται να αναλάβεις ευθύνες, που στην ουσία δεν υπάρχουν. Δε χρειάζεται να προσπαθήσεις για κάτι παραπάνω, τη στιγμή που είναι ήδη τελειωμένο. Και το καλύτερο είναι ότι ξέρεις ότι ο άλλος δεν μπορεί να σου ζητήσει τα ρέστα. Έχεις πού να ρίξεις τις ευθύνες, έχεις λόγους να επικαλεστείς για να δικαιολογήσεις τη δική σου απραξία, όταν κάποια στιγμή θα ‘ρθει το τέλος.
Με ένα απλό τίναγμα του κεφαλιού σου διώχνεις εκείνες τις άβολες σκέψεις. Αυτές που έρχονται και σου θυμίζουν το λόγο που συνειδητά έμπλεξες σε αυτήν την κατάσταση. Φόβος; Ανασφάλεια; Προτιμάς την ησυχία σου. Να ξέρεις ότι θα γυρίσεις σπίτι σου και δε θα έχεις να λογοδοτήσεις πουθενά, ενώ ταυτόχρονα θα νιώθεις μέσα σου την ικανοποίηση ότι έχεις, τάχα, δώσει τα πάντα και κανείς δε θα μπορεί να σου προσάψει τίποτα.
Είναι τόσο απλό, λοιπόν, να μπορείς να φωνάζεις να μείνει σε κάτι που είναι ήδη στην πόρτα. Ικανοποιείς το εγώ σου. Ναι, εκείνο που κοντά στα ξημερώματα σε σκουντάει και σου θυμίζει πόσο μόνο νιώθει. Πόσο αδύναμο που δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει το περιβάλλον του. Εκείνο που δεν μπορεί να βρει την ηρεμία που τόσο έχει ανάγκη. Και με μια τόσο απλή κουβέντα ρίχνεις το εγώ σου κι εκείνον τον σημαντικό άλλο σε λήθαργο. Και θα το ξανακάνεις, όταν ξυπνήσουν.
Γιατί, ίσως, τελικά η ηρεμία δεν μπορεί να συνυπάρξει με το βόλεμα. Ίσως κατά βάθος να μην είναι καν ηρεμία το αίσθημα που σου προκαλεί αυτή η συμπεριφορά. Για μία φορά, λοιπόν, κάνε τη διαφορά και τη χάρη σε ‘σένα και σε εκείνον τον άνθρωπο που έχεις επιλέξει για ταίρι σου, και πες αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι καθώς ετοιμάζεται να φύγει.
Ίσως ένα «θα τα πούμε» να ‘ναι πολύ πιο αληθινό και λυτρωτικό απ’ το «μείνε» που ξεστόμιζες κάθε φορά, χωρίς να εννοείς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη