Ό,τι πιο ψυχοφθόρο υπάρχει μα παρ’ όλα αυτά επιλέγουμε συνειδητά να κάνουμε είναι να διαβάζουμε παλιές μας συνομιλίες. Κι είναι επώδυνο γιατί οι συνομιλίες αυτές αφορούν συνήθως συζητήσεις μας με άτομα που έχουμε χάσει επαφή, διαδραματίστηκαν με ανθρώπους που κάποτε ανταλλάσσαμε μηνύματα κάθε μέρα και τώρα δε μιλάμε καθόλου.

Οι λόγοι αυτής μας της απόστασης πολλοί και διάφοροι. Μα τι σε νοιάζει ο λόγος, όταν η ουσία κι η επικοινωνία έχουν χαθεί. Χάθηκε ένα πρωινό μαζί με μια «καλημέρα» που έμεινε αιωνίως αναπάντητη. Χάθηκε μαζί με τον καφέ εκείνο που ακόμα κανονίζεται. Χάθηκε μαζί με τη δύναμη της φωνής σου, όταν θέλησες μα δεν κατάφερες να γυρίσεις και να ρωτήσεις τον λόγο που δε μιλάτε πια.

Ο συνομιλητής ξέρεις ποιος είναι. Τον έχεις στο μυαλό σου τώρα, καθώς διαβάζεις τώρα αυτές τις λέξεις. Είναι μια παλιά σου κατάκτηση, ένα τρελό σου απωθημένο, ο μεγαλύτερος ως τώρα έρωτάς σου, ο κάποτε κολλητός σου, η αδερφή σου ακόμα ή ίσως κι οι γονείς σου που έχετε σταματήσει να μιλάτε. Όποιος κι αν είναι αυτός, ο πλέον άγνωστος που γνωρίζεις σχεδόν όσο και τον εαυτό σου, εσύ επιλέγεις να διαβάζεις ξανά και ξανά τα παλιά σας μηνύματα. Και προσπαθείς να νιώσεις ξανά μέσα απ’ τις συνομιλίες σας όλα όσα ένιωθες τότε που ήταν παρών στη ζωή σου. Τότε που μάθαινες τα νέα του τη στιγμή που συνέβαιναν. Τότε που χαιρόσουν να βλέπεις το όνομα εκείνο στις ειδοποιήσεις των εισερχομένων σου.

Δεν ξέρω αν θέλει μαγκιά να μπεις σε αυτή τη διαδικασία ή είναι σκέτη αυτοκτονία. Μα το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα ‘ναι εύκολο, ούτε διασκεδαστικό, αυτό το ταξίδι. Θλιβερό και μάλλον κενό, αφού λείπει ο άνθρωπος απ’ την απέναντι πλευρά των απαντήσεων. Νοσταλγείς τη λαχτάρα που είχες για να απαντήσεις στο μήνυμά του. Σου λείπει να αφήνεις τις δουλειές σου και να καθαρίζεις για μερικά δευτερόλεπτα το μυαλό σου από το οτιδήποτε για να συνεχίσεις την κουβέντα σας. Διαβάζεις τις συνομιλίες σας για να μπορέσεις να βρεις τα λάθη. Όχι τα ορθογραφικά ή τα συντακτικά. Τα λάθη που επέτρεψες να γίνουν, είτε απ’ τη δική σου μεριά είτε απ’ του άλλου.

«Δε μιλάμε, δε μιλάμε πια, δε μιλάμε, φτάνει μια ματιά και γυρνάμε πρόσωπο αλλού και πλάτη, φταίει κάτι που δε μιλάμε.» Έχει γίνει το αγαπημένο σου τραγούδι απ’ τη μία στιγμή στην άλλη. Ούτε που το κατάλαβες. Ακούς τους στίχους και μένεις να κουνάς το κεφάλι και να απορείς. Δε μιλάτε, μα έχεις κρατήσει την πιο γλυκιά τιμωρία για ‘σένα. Μια τιμωρία στην οποία επιμένεις να επιβάλεις τον εαυτό σου. Πληκτρολογείς το όνομα εκείνο, ανοίγεις τη συνομιλία σας και με χειρουργικές κινήσεις ξεκινάς να διαβάζεις. Διαβάζεις και χαμογελάς. Διαβάζεις και δακρύζεις. Προσπαθείς να θυμηθείς τον ήχο απ’ τη φωνή του και τα μάτια του που έλαμπαν όταν σου μιλούσε. Και το μόνο που σκέφτεσαι είναι ένα γαμημένο «Πώς γίναμε έτσι, ρε γαμώτο;».

Κι ενώ έχεις βυθιστεί μέσα στις σκέψεις και τα ερωτηματικά σου, κάποια δύναμη μέσα σου αρκετά αποφασιστική  επιλεγεί να σου υπενθυμίσει οποιοδήποτε είδος πόνου κι απογοήτευσης σου προξένησε το άτομο αυτό, σε τι συμπεριφορές σε οδήγησε ή τι τραγικά σφάλματα έκανες, τόσα που δε δικαιούσαι να τα σκαλίζεις πια. Και σβήνεις τις συνομιλίες για να μην τις διαβάζεις πια.

Θα τριγυρίζουν στο μυαλό σου. Θα σου δίνονται χίλιες δύο αφορμές να σου θυμίζουν ξανά και ξανά το ότι δε μιλάτε πια. Όσες συνομιλίες κι αν σβήσεις, δε χάνονται, πάντα θα ζουν μέσα σου, όπως κι εκείνοι που κάποτε έστω υπήρξαν σημαντικοί.

Συντάκτης: Δήμητρα-Μαρία Κοσμά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη