«Το βράδυ θα βγούμε, έτσι;», σκάει πρόταση απ’ το κολλητάρι κι η απάντησή σου βγαίνει αβίαστα απ’ το στόμα σου. «Εντάξει, αλλά, πού είσαι, για ένα χαλαρό ποτάκι μόνο». Απ’ το μυαλό σου, βέβαια, περνάνε φευγαλέα οι αυριανές υποχρεώσεις, αλλά τις διώχνεις γρήγορα κι εστιάζεις στα σφηνάκια, τα γέλια και τους χορούς με την παρέα σου. Δεν αργείς και πολύ να πειστείς πως πήρες τη σωστή απόφαση και ξεκινάς να ετοιμάζεσαι για το ξεσάλωμα της χρονιάς.

Φαντάζεσαι ήδη τον εαυτό σου πάνω στην μπάρα να κουνιέται στον ρυθμό του αγαπημένο σου τραγουδιού. Ίσως, κατά βάθος, να ξέρεις πώς θα καταλήξει ένα τέτοιο βράδυ. Είσαι ήδη υποψιασμένος για το τι σου επιφυλάσσει η νύχτα. Όσα «χαλαρά» κι αν πεις στο παρεάκι, μπας και πείσεις εσένα κυρίως, αναρωτιέσαι μήπως πρέπει να κρεμάσεις την ταυτότητά σου στον λαιμό, σε περίπτωση που στο τέλος βρεθείς πεταμένος μέσα στον κάδο των σκουπιδιών μαζί με το κολλητήρι.

Αφού κατεβάζεις το ένα σφηνάκι μετά το άλλο κι αδειάζετε απανωτά μπουκάλια, δε σε νοιάζει τίποτα. Κανένα άγχος. Καμία ανησυχία. Νιώθεις άδειος από υποχρεώσεις. Ξέγνοιαστος, ελεύθερος. Προσπαθείς να ζήσεις την κάθε μικρή στιγμή, άλλωστε αυτές είναι που μένουν. Αυτές θα θυμάσαι όταν περάσει ο καιρός. Μέσα στη ζάλη του αλκοόλ κι αφού φλερτάρεις με την ιδέα να στείλεις ή όχι εκείνο το μεθυσμένο μήνυμα, παρατηρείς τους δείκτες του ρολογιού να τρέχουν με μανία. Γουρλώνεις τα μάτια κι απορείς πώς πέρασε η ώρα. Θα ορκιζόσουν ότι πριν λίγο έφυγες απ’ το σπίτι, κι όμως ο χρόνος κύλησε τόσο γρήγορα κι εσύ ακόμη λικνίζεσαι, ενώ σε δυο ώρες πρέπει να φτάσεις στη δουλειά σου ή τη σχολή σου.

Επιλέγεις να πληρώσεις άρον άρον, μήπως προλάβεις να κοιμηθείς μια στάλα, μα χαμένος κόπος. Τα φιλαράκια θέλουν βρόμικο, κι εννοείται ότι θα ακολουθήσεις. Δε θα χαλάσεις την παρέα, δε σου πάει η καρδιά. Μπαίνετε στο αμάξι, στο τιμόνι φυσικά εκείνος που ‘χει πιει λιγότερο, άρα σίγουρα όχι εσύ, και συνεχίζετε την καζούρα και το γλέντι με μουσικές κι αφιερώσεις, μέχρι που φτάνετε στην καντίνα, στο καθιερωμένο στέκι σας πλέον μετά από κάθε τέτοια κραιπάλη.

Παραγγέλνεις βιαστικά και τρως λαίμαργα το σαντουιτσάκι σου, όσο στο μυαλό σου γυρίζει μόνο μία σκέψη. «Ποιος βγάζει το οκτάωρο τώρα;». Εκτός αν είσαι απ’ του τυχερούς που πάνε ακόμα σχολή και παιδεύονται γι’ αυτό το ρημάδι το πτυχίο, άρα στην περίπτωσή σου βαριαναστενάζεις στη σκέψη «Ποιος πάει για μάθημα τώρα;». Ή απάντηση είναι προφανής, εσύ θα πας, είτε γιατί δουλεύεις και δε σε παίρνει για κοπάνα είτε γιατί η παρακολούθηση είναι υποχρεωτική.

Ξέρεις πως οι επόμενες ώρες θα ‘ναι ζόρικες, αλλά πλέον είναι αργά για δεύτερες σκέψεις και «Δεν έπρεπε να βγω!». Βγήκες και πέρασες γαμάτα. Οι υποχρεώσεις θα ‘ναι πάντα στο πρόγραμμα και δεν πρέπει να τους επιτρέπεις να σου βγάζουν ξινή κάθε τρέλα σου κι ωραία στιγμή σου. Το ευχαριστήθηκες; Αυτό μετράει. Μη μετανιώνεις, λοιπόν. Έχασες λίγο ύπνο για πολλή διασκέδαση.

Τέλος τα ψέματα, φτάνεις στο γραφείο (μαγαζί ή σχολή, τέλος πάντων) κι εκεί είναι που αρχίζουν τα δύσκολα. Τα ρούχα σου ίσως να μαρτυρούν το χθεσινοβραδινό σου ξενύχτι, αφού δε συνηθίζεις να πηγαίνεις με πουκάμισο ή, αντίστοιχα, γόβα. Τα ρούχα σου βρομάνε καπνό ενώ αν ανασάνεις κοντά σε αναπτήρα μπορεί να πάρετε και φωτιά από το τόσο οινόπνευμα. Οι συνάδελφοι (ή συμφοιτητές) σου ρίχνουν λοξές ματιές, όσο οι πιο κοντινοί σου το ρίχνουν στα πειράγματα. Το κεφάλι σου πάει να σπάσει, παρά τα παυσίπονα, τους χυμούς και μια φυτεία καφέ που κατέβασες κι εσύ μετράς αντίστροφα για να προσγειωθείς επιτέλους στο κρεβάτι σου.

Ναι, θα θες τρεις μέρες να συνέλθεις, μα όσο κι αν κοπανιέσαι πως δεν πρόκειται να το ξανακάνεις, κάτι τέτοια «χαλαρά» ποτά με την παρέα που κατέληξαν σερί για τη δουλειά είναι αυτά που θα θυμάσαι, κι όσο κι αν ταλαιπωρείσαι, τα ξενύχτια με φίλους δεν τα αλλάζεις με τίποτα. Εξάλλου, η ζωή είναι μικρή για να κοιτάμε το ρολόι όταν περνάμε καλά.

Συντάκτης: Δήμητρα-Μαρία Κοσμά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη