Αμέτρητα τραγούδια έχουν γραφτεί για τα Σάββατα, τα βράδια των οποίων έχουν χαράξει ιστορία στο πάνθεον των απανταχού απωθημένων. Δεν είναι πως τα συναισθήματα ανθούν σε συγκεκριμένες μέρες κι ώρες, είναι που η επικρατούσα τάση πάντα το έκανε πιο εύκολο να στείλεις εκείνο το μήνυμα που σου βασάνιζε τα μέσα, να γίνεις λίγο πιο τολμηρός, να κάνεις κι ένα βήμα παραπάνω, βράδια σαν κι αυτά που σε βρίσκουν λίγο πιο ανάλαφρο. Σάββατο βράδυ, κι έχεις την ευκαιρία να μιλήσεις λίγο πιο ελεύθερα, ξεστομίζοντας κουβέντες που αν τύχει και παρασυρθείς μπορείς εύκολα να τις ρίξεις στο ποτό και το κακό να είναι μικρό.

Ωραία τα μεθυσμένα μηνύματα, δε λέω· όλοι μας τα αποζητάμε, κι όλοι μας χαζοευτυχούμε στην ιδέα πως είμαστε το άτομο που σκέφτεται ο άλλος μέσα στο χαμό. Ωραία και τα μεγάλα λόγια, ωραία κι εκείνα τα τηλέφωνα που χτυπάνε χαράματα και σε ξυπνάνε ή σε βρίσκουν να ξενυχτάς στην άλλη πλευρά της πόλης και σε πείθουν πως ξημερώνεις σε λάθος μέρος. Κρύβουν αυθορμητισμό, πάθος κι ένα υπέροχο «δε γαμιέται, εγώ σε θέλω» που καμιά φορά λυγίζει και τις πιο σιδερένιες καρδιές. Λόγια που κρύβουν μια υπέροχη υπέρβαση, κρύβουν ζορισμένα συναισθήματα, αλλά –κακά τα ψέματα- κάποιες φορές κρύβουν μόνο αυτά, γι’ αυτό και καταλήγουν να μην πείθουν.

Επειδή μπουχτίσανε οι άνθρωποι από υποσχέσεις κι αγκαλιές που εύκολα μπορείς να προσάψεις την επόμενη μέρα στο αλκοόλ· κι επειδή οι αξιαγάπητες φλυαρίες του Σαββάτου καμιά φορά συνεπάγονται οδυνηρές Κυριακάτικες σιωπές, και δεν έχουν όλοι χρόνο για περιττούς πόνους. Να ξεβολευτείς είναι το θέμα, όχι απλά να εκτεθείς αναίμακτα· να το στείλεις εκείνο το «δεν είναι ωραία χωρίς εσένα», να πάρεις εκείνο το τηλέφωνο, να αρπάξεις από το χέρι τον άνθρωπο που γουστάρεις, αλλά νισάφι, μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να κάνει γι’ ακόμα μια φορά μόνο αυτό· γιατί, κακά τα ψέματα, τι σχέση έχει το «θέλω να σε δω» με το «έρχομαι»;

Να δείξεις στον άλλον πως δε φτάνεις μόνο μέχρι εκεί, μα πως αξίζεις να είσαι η Κυριακή του, εκεί είναι η μαγκιά· να ξυπνάς και να τον αγκαλιάζεις, να τυλίγεις τα χέρια σου γύρω του, ν’ αναπνέεις στο λαιμό του, εκείνα τα μοναδικά πρωινά της εβδομάδας που οι ζωές των ανθρώπων μοιάζουν τόσο ανάκατα όμορφες όσο τα κρεβάτια τους. Εκείνα τα πρωινά που δεν πετάγεσαι από το κρεβάτι λες και σε χτύπησε ρεύμα, που τα ξυπνητήρια είναι απενεργοποιημένα, που κανένας από τους δύο δεν έχει να προλάβει μαθήματα, deadline και δημόσιες υπηρεσίες.

Να ξυπνάς δίπλα στον άλλον μέρες σαν κι αυτή που ανοίγεις τα μάτια σου λίγο περισσότερο παιδί απ’ όσο συνήθως, που έχεις την πολυτέλεια να τεμπελιάσεις χωρίς τύψεις. Τότε που το μυαλό σου, όσο ζαλισμένο κι αν είναι από το χθεσινοβραδινό κρεπάλιασμα,  νηφάλια σε κάνει να αναρωτιέσαι τι έκανες για ν’ αξίζεις να σε αγκαλιάζει κάποιος με τόση θέρμη Κυριακή πρωί. Κι όταν αυτός ο κάποιος ανοίγει τα μάτια του και σε τραβάει λίγο πιο κοντά του να παίρνεις έτσι ήσυχα την απάντησή σου, χωρίς πολλά-πολλά και να βουλώνεις το στόμα οποιασδήποτε αμφισβήτησης σου τρυπούσε τόσην ώρα το κεφάλι.

Κι ας μην είναι τόσο όμορφοι, τόσο κομψοί, τόσο καλοδιάθετοι οι άνθρωποι εκείνες τις ώρες, κι ας έχουν πρησμένα μάτια και κεφάλι καζάνι. Εσύ να τον κοιτάζεις μέσα στην ατημέλειά του και να χαμογελάς με την καρδιά γεμάτη. Να ξέρεις πως υπάρχουν ομορφότεροι, ψηλότεροι κι εν γένει καλύτεροι από αυτόν, μα να πνίγεσαι από τη βεβαιότητα πως δε σε νοιάζει ούτε λίγο. Επειδή από τη στιγμή που εκείνη η τυχαία Κυριακή έγινε Κυριακές μαζί του εσύ άρχισες να κυνηγάς όνειρα, όχι απλά να τα βλέπεις, κι ένιωσες πόσο εύκολα μυρίζει αγάπη ένας άνθρωπος που ονειρεύεται περισσότερο απ’ όσο κοιμάται. Επειδή δίπλα του ένιωσες πως αν κάποιος σε νιώθει τις Κυριακές, λίγο σε νοιάζουν όλοι εκείνοι που σε γουστάρουν τα Σάββατα.

Δε θέλουν πολλά οι άνθρωποι για να ηρεμούν, ούτε παρακαλάνε για θαύματα, θέλουν μόνο να είναι η Κυριακή κάποιου· κάποιου που θα τους στέλνει τρυφερά, αστεία μα και παθιάρικα μηνύματα όχι μόνο βράδια Σαββάτου αλλά και μεσημέρια Δευτέρας, και Τρίτης, και Τετάρτης, και που τα λόγια του δε θα διαφέρουν στο ελάχιστο από τις πράξεις του.

Ναι, δε θέλουν όλοι οι άνθρωποι να τους θέλεις Σάββατο βράδυ, δεν τους είναι αρκετό· είναι μερικοί άνθρωποι που αν δεν τους φτάνουν τα μεθυσμένα, Σαββατιάτικα «θέλω» είναι επειδή κάποτε έζησαν νηφάλια, Κυριακάτικα «αγαπώ».

Και είναι συνήθως οι ίδιοι άνθρωποι που αν τύχει κάποτε ν’ ανοίξεις τα μάτια σου στο πλευρό τους, θα σε κάνουν να πιστέψεις πως το να βρεις κάποιον που αξίζει να ξυπνάς πλάι του είναι πολύ καλύτερο από το να βρεις κάποιον να κοιμάσαι.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά