Είναι περίεργοι οι δυνατοί άνθρωποι, ιδιόρρυθμοι· τους βλέπεις να περπατάνε λες και τους ανήκει ο κόσμος όλος, τους ακούς να μιλάνε, να αναλύουν καταστάσεις, θαρρείς και τα έχουν ζήσει όλα και σου έχουν μια λύση έτοιμη για κάθε πρόβλημα που μπορεί να σκεφτεί ανθρώπινος νους.

Μοιάζουν ανίκητοι, αισιόδοξοι, κάποιες φορές ίσως αυταρχικοί κι απότομοι, μα όσα αρνητικά κι αν έχουν, είναι επίσης αρκετά ευφυείς ώστε να σε κάνουν να πιστέψεις πως κάθε τους ψεγάδι αποτελεί πταίσμα μπροστά στο χάος των προτερημάτων τους.

Γεννήθηκαν δυνατοί ή έγιναν; Αν κι είναι καραμέλα των δειλών πως οι δυνατοί άνθρωποι γεννιούνται έτσι, δικαιολογώντας με αυτό το χαριτωμένο «ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός» την έλλειψη θάρρους τους, η λογική του κόσμου δεν αφήνει ρανίδα αμφιβολίας στο αξίωμα πως τίποτα δεν κάνει έναν άνθρωπο δυνατότερο από ένα δύσκολο παρελθόν. Κάθε «δυνατός» άνθρωπος, λοιπόν, πολύ πριν γίνει δυνατός, πίστεψε λάθος, έπιασε πάτο, απογοητεύτηκε, έκλαψε κουβάδες όπως οι περισσότεροι, απλά δεν έμεινε εκεί.

Δεν ήταν τόσο εύκολο, βέβαια, οπότε μη βιαστείς να πεις «αυτοί μπορούσαν, εγώ όχι». Αναγκάστηκαν πολλές φορές να γελάσουν στα μούτρα της θλίψης τους για να τη νευριάσουν, να βάλουν ολομόναχοι την ψυχή τους σε γύψο επειδή δεν εφημέρευαν τα νοσοκομεία κανενός κόσμου κι είπαν αμέτρητα «δε με νοιάζει» ενώ τους ένοιαζε τόσο δραματικά που μούδιαζε το σώμα τους.

Και ξέρεις πόσο πονάει να σε νοιάζει και να μην μπορείς να το δείξεις, ε; Σου τρώει τα μέσα η πολλή δύναμη, σε κάνει τέρας μοναχικό κι αλλόκοτο, χτίζεις τέσσερα ντουβάρια γύρω σου για χρόνια και στο τέλος βρίσκεσαι φυλακισμένος μέσα τους συνειδητοποιώντας πως απ’ τη φούρια σου ξέχασες να φτιάξεις πόρτα. Πώς βγαίνουν τώρα;

Ζητάνε βοήθεια απ’ τους έξω;  Όχι, ποτέ. Ξέρεις, ένα απ’ τα μεγαλύτερα κακά της δύναμης είναι ότι πάει αγκαζέ με τον εγωισμό. Κάθονται λοιπόν εκεί μέσα και παριστάνουν πως έτσι ήθελαν να το χτίσουν το τσαρδάκι τους εξ αρχής κι αφήνουν τους περαστικούς να το θαυμάζουν τόσο βασταγερό και θεόρατο που το έκαναν.

Κάνα-δυο δοκιμάζουν να το σκαρφαλώσουν χωρίς αποτέλεσμα, καθώς παραείναι ψηλό κι εκείνοι αγύμναστοι, άλλοι προσπαθούνε να το γκρεμίσουν με κάθε μέσο και μένουν αυτοί να πικρογελούν με την αφέλειά όλων, όσο κι αν μέσα τους ίσως και να ψιλοευχόντουσαν να γίνει ένα θαύμα και κάποιος να καταφέρει να το ρίξει το ρημάδι, μπας και πάρουν λίγο αέρα.

Κι είναι ερωτεύσιμοι οι άτιμοι, πολύ ερωτεύσιμοι, καθώς δεν υπάρχει μεγαλύτερο αφροδισιακό στον κόσμο αυτό απ’ τη δύναμη κι αυτοί έχουν μπόλικη. Ορδές οι υποψήφιοι, λοιπόν, εκείνοι όμως σχεδόν πάντα επιλέγουν να μένουν μόνοι, καθώς οι μισοί από αυτούς που τους πολιορκούν επιδιώκουν να τους εμφιαλώσουν, να τους κλειδώσουν κάπου, σαν εκείνα τα ακριβά κοσμήματα που τα έχεις σε θυρίδα και δεν τα φοράς σχεδόν ποτέ επειδή φοβάσαι να μη σου τα κλέψουν, ενώ οι άλλοι μισοί θέλουν παρασιτικά να πάρουν λίγη απ’ τη σιγουριά τους, να ρουφήξουν τα μυστικά τους, να πιαστούν από κάτι στέρεο για να μην τους παίρνει άλλο ο αέρας.

Γι’ αυτό είναι μοναχικοί οι δυνατοί άνθρωποι· επειδή ούτε τρόπαια νιώθουν για να τους βάλεις σε βιτρίνα ούτε αντέχουν ν’ ακούνε άλλο τη φράση «εσύ δεν έχεις ανάγκη». Επειδή έχουν περισσότερη ανάγκη απ’ τον καθένα. Όχι να τους λύσουν τα προβλήματα ούτε να τους προσφέρουν ουρανούς, μα να νιώθουν πού και πού αδύναμοι. Έχουν ανάγκη από ανθρώπους που δέχονται την πανοπλία τους, αλλά τους θυμίζουν πως καμιά φορά είναι απαραίτητο να την βγάζουν για να παίρνουν αέρα.

Θέλουν κάποιον να τους νταντέψει, να τους ρωτήσει αν είναι καλά και να νοιάζεται ν’ ακούσει, να προσπαθήσει να γυαλίσει το σιδερικό που φοράνε για ρούχο για να δει πόση δουλειά απαιτεί η λάμψη του, να βάλει για λίγο την πανοπλία πάνω του και να προσπαθήσει να περπατήσει λίγα βήματα με το βάρος της για να δει πώς είναι.

Να μην τους πει να την πετάξουν, οι δυνατοί άνθρωποι δε θέλουν λύσεις στα προβλήματά τους, τις λύσεις τις έχουν σκεφτεί όλες πριν από εσένα· τη φορεσιά τους την αγαπάνε, είναι κομμάτι του εαυτού τους. Θέλουν απλώς κάποιον που θα καταλαβαίνει πόσο βαριά είναι και δε θα τους φορτώνει παραπάνω με περιττά καλαμπαλίκια. Κάποιον που θα τους θαυμάζει τόσο με αυτήν όσο και χωρίς αυτήν, όταν μοιάζουν άνθρωποι σαν όλους τους άλλους.

Μόνο τότε ερωτεύονται οι δυνατοί άνθρωποι· στη σπάνια περίπτωση που κάποιος τους φερθεί σαν να μην είναι. Ακούγεται απλό, ε; Αν ποτέ σου ερωτευτείς δυνατό άνθρωπο και τον ρωτήσεις ένα πράγμα θα σου απαντήσει: «Μακάρι να ήταν».

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη