Είμαι απ’ τους ανθρώπους εκείνους που ανέκαθεν κρατούσαν ημερολόγιο· με λίγα λόγια έχω τη ζωή μου γραμμένη σε αμέτρητες σελίδες στις οποίες μπορώ να ανατρέξω ανά πάσα στιγμή και να σου πω με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τι πίστευα στις 22 Ιουνίου του 2010 και πώς με έκανε να αισθανθώ ο τάδε ή ο δείνα τα Χριστούγεννα του 2001. Δεν τα πολυανοίγω, να σου πω την αλήθεια, πρώτον επειδή είναι ψυχοφθόρο να ‘χει κανείς γραπτές αποδείξεις για το πόσο ευκολόπιστο βόδι ήταν στην εφηβεία του και δεύτερον επειδή ήμουν τόσο σπαραξικάρδια drama queen, που η σημερινή εκδοχή μου σχεδόν δεν το αντέχει.

Τα φυλάω, όμως, όλα σε ένα κουτί και τα προσέχω σαν κόρη οφθαλμού, επειδή είναι σπάνιο να ‘χει κάποιος τη δυνατότητα να δει πόσο εξελίχθηκε ο τρόπος σκέψης του πενταετία με την πενταετία και, τέλος πάντων, κάτι πρέπει να ‘χω για να γελάω και να μη στεναχωριέμαι που περνάει ο καιρός τόσο γρήγορα, καθώς και πιο καλά στέκω πλέον στα μυαλά μου, και καλύτερο γούστο έχω στα ρούχα, και ξέρω να διαλέγω με σοφότερα κριτήρια τους ανθρώπους που βάζω στο πλευρό μου.

Διαβάζοντας τα όμως πού και πού, καταλαβαίνω πως είναι τελείως mind blowing το κατά πόσο μπορεί να φέρει τούμπα τα ακράδαντα «πιστεύω» σου ένα δραματικό γεγονός, μία πληγή που δυσκολεύτηκες να κλείσεις και κυρίως μια ευχή που δυστυχώς έγινε πραγματικότητα. Τι πραγματικά σημαίνει «μια ευχή που δυστυχώς έγινε πραγματικότητα»; Ξέρω πως ακούγεται κομματάκι οξύμωρο, μπορώ όμως να σου εξηγήσω τι εννοώ μέσα από ένα παράδειγμα.

Πίστευα, που λες, στο «για πάντα», στα καρμικά, στο «ποτέ» και κυρίως στο δράμα. Αχ, το δράμα, πολύ το γούσταρα, δεν ξέρεις πόσο! Αν η σχέση δεν είχε έναν κακό λύκο, μια μάγισσα, έναν δράκο, ρε παιδί μου, δεν την ήθελα, δεν μπορούσα να τη ζήσω, βαριόμουν. Ήθελα να υπάρχει ένα καλό plot twist, κάτι να με εκπλήξει, να δημιουργήσει μια συγκίνηση, κάτι να έχω να λέω στα παιδιά μου και, παράπονο δεν έχω, η ζωή δε με άφησε έτσι, μου τα έστειλε όλα τριπλά και τετραπλά, για να μου δείξει πως αφτιά είχε κι άκουγε.

Μέσα σε όλο αυτό το κακό συνονθύλευμα, λοιπόν, πίστευα πολύ και στην αρρωστημένη, επίμονη διεκδίκηση. Τι να σου πω τώρα, λογικά έβλεπα τους πρωταγωνιστές στις ταινίες να περιμένουν τις αγαπημένες τους μέσα στη βροχή για να τους ζητήσουν συγγνώμη, να μην παραδίνονται σε άλλον έρωτα περιμένοντας πότε θα δεήσει ο κάθε άσωτος πρώην να τους θυμηθεί και να γυρίσει, να λέει ο ένας «όχι» κι ο άλλος να επιμένει να διεκδικεί, λες κι άκουγε «ναι», να ανασταίνονται πεθαμένες σχέσεις με μεγαλοστομίες και ρομαντικές χειρονομίες, και τα πίστευα όλα τόσο πολύ, τα θαύμαζα και τα ευχόμουν μέχρι που μου τα έφερε η ζωή στα μούτρα μου και δεν ήξερα από πού να φύγω.

«Πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να πραγματοποιηθεί» λέει ο σοφός λαός και, μεταξύ μας, τα κλισέ για κάποιον λόγο έχουν γίνει κλισέ, καθώς στο μεγαλύτερό τους ποσοστό ισχύουν και με το παραπάνω. Κι εκεί πάνω στην πολλή διεκδίκηση, αναθεμάτιζα μία-μία όλες τις φορές που ονομάτισα αχάριστους και κάργιες όλους εκείνους τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριες που δεν ίδρωνε το αφτάκι τους σε όλα αυτά τα επίμονα και δακρύβρεχτα παρακάλια ή τις συγγνώμες των οποίων ήταν αποδέκτες, καθώς ούτε δικαιωμένη ένιωσα ποτέ στο άκουσμά τους, ούτε μου ξαναξύπνησε κανένα συναίσθημα που έτυχε να έχει ψοφήσει μέσα μου από καιρό, επειδή κάποιος άνθρωπος της ζωής μου αποφάσισε να αλλάξει, όταν πλέον μου ήταν αδιάφορο αν θα το έκανε ποτέ ή όχι.

Έγινα αναίσθητη; Όχι, δε θα το έλεγα, ίσα-ίσα νομίζω πως πλέον νιώθω πιο βαθιά από ποτέ. Κατάλαβα, όμως, πως όσο ωραίο κι αν μοιάζει στις ρομαντικές ταινίες, στην ερωτική πραγματικότητα αν αναγκαστεί κάποιος να φτάσει στο σημείο να χρησιμοποιήσει τις φράσεις «Σε παρακαλώ», «Σε ικετεύω», «Δώσε μου μία ακόμα ευκαιρία» για να κερδίσει τον άλλον πίσω, τότε όχι μόνο τον χάνει για πάντα, αλλά του αξίζει κιόλας.

Επειδή, πρώτον, για να αναγκάστηκες να χρησιμοποιήσεις αυτά τα λόγια μάλλον έκανες μαλακιάρα και καλώς παθαίνεις αυτά που παθαίνεις, αλλά και μαλακιάρα να μην έχεις κάνει, αν ο άλλος έχει φτάσει σε σημείο να ξενερώσει μαζί σου για τον άλφα ή για τον βήτα λόγο, τότε το «Αν με αφήσεις, θα φαρμακωθώ.» σου όχι μόνο δε θα του αναστήσει πεθαμένα συναισθήματα, αλλά θα τον κάνει να νευριάσει παραπάνω, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ή στη χειρότερη θα τον κάνει να σε λυπηθεί και, πίστεψέ με, αυτό είναι το worst case scenario σε οποιαδήποτε σχέση έχει υπάρξει ποτέ σε αυτόν τον κόσμο, καθώς είναι κι εξαιρετικά δύσκολο να αναστραφεί.

Η δημιουργία τύψεων, η κλάψα, η θυματοποίηση, αυτό το θλιβερό «Εγώ σου δίνω τα πάντα κι εσύ δεν εκτιμάς τίποτα.» για να φανεί ο άλλος κακός κι εσύ οσιομάρτυρας όχι μόνο δε δείχνει ότι τον αγαπάς, αλλά είναι ό,τι πιο εγωιστικό μπορεί να κάνει κάποιος, καθώς ούτε τις αποφάσεις του άλλου σέβεσαι, ούτε είσαι αρκετά ώριμος ώστε να κάνεις την αυτοκριτική σου και να δεχτείς τις συνέπειες των πεπραγμένων σου. Ως αποτέλεσμα, ο άλλος είτε θα γυρίσει από τύψεις, κάτι το οποίο κανονικά δε θα ‘πρεπε να θέλεις, αν όντως τον αγαπάς, είτε θα σε σιχαθεί έτσι όπως έχεις χάσει την αυτοεκτίμησή σου και θα χάσεις και την τελευταία σου ελπίδα να του αλλάξεις γνώμη.

«Και τι να κάνω», θα ρωτήσεις, «Να το αφήσω έτσι;». Πρώτα οφείλεις να σκεφτείς για ποιο λόγο θέλεις τον άλλον πίσω και μετά να πράξεις ανάλογα, θα σου πω. Αν θέλεις τον άλλον από εγωισμό, για να μην τον έχει κανένας άλλος, τότε πάρε το κουβαδάκι σου και σκάψε σε άλλη παραλία, δεν αξίζει να σέρνεσαι για καπρίτσια. Αν πάλι, όντως, έχεις κάνει μαλακιάρα και το κατάλαβες, ανθρώπινο είναι, μα κόψε τα παρακάλια κι άλλαξε συμπεριφορά, επειδή αυτή είναι η καλύτερη συγγνώμη. Δείξε στον άλλον πως είσαι εκεί με πράξεις, όχι με λόγια, χωρίς βιασύνες, χωρίς απειλές. Κι αν είναι να τον πείσεις, θα σε δεχτεί τη σωστή στιγμή, όταν, τέλος πάντων, θα δει ότι το εννοείς.  Και τότε ίσως να ‘χεις μια ιστορία που θα αξίζει να λες στα παιδιά σου.

Ξέρεις, αυτό καταλαβαίνω μετά από κάθε ανασκόπησή μου στο παρελθόν είναι πως όσα παραμύθια κι αν ακούσει κανείς, η πραγματικότητα πάντα θα ‘ναι αυτή που αξίζει να γράφει ιστορία.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη