Δεν μπορεί, θα σου ‘χει τύχει, σε όλους έχει τύχει· να χωρίσεις ή να σε χωρίσουν, δεν έχει σημασία, να πάρει ο καθένας το δρόμο του, να περάσουν οι μέρες, οι μήνες, σε τραβηγμένες περιπτώσεις ακόμα και τα χρόνια κι εκεί που δεν προλάβαιναν να σε μαζεύουν οι φίλοι σου απ’ τα πατώματα να βρεθείς εσύ στα ξαφνικά περήφανο άτι, να ξεφουρνίζεις ελαφρά την καρδία «σιγά, μωρέ, δεν ήταν και τίποτα».

Λίγο εσύ, λοιπόν, λίγο το μετατραυματικό σοκ που αφήνει κενά μνήμης, λίγο κι οι αποστάσεις που κρατήσατε ο ένας απ’ τον άλλον, επιβεβαιώσατε περίτρανα αμφότεροι το «μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται». Πήγατε παρακάτω, είδατε πως υπάρχει ζωή και χωρίς το σιχαμένο κάθαρμα που κάποτε ερωτευτήκατε, φλερτάρατε, περάσατε ωραία κι από εδώ πάνε κι άλλοι. Ωραία ως εδώ.

Ορκίζεσαι, λοιπόν, πως δε σε νοιάζει· ενίοτε σε πιάνουν και τα μεγαλόψυχά σου και λες φρασούλες-θησαυρούς τύπου «να είναι ευτυχισμένος», «την ξεπέρασα», «δε με νοιάζει που να του πάρει ό,τι αγαπάει η τράπεζα, το ζώο το δίποδο» κι άλλα τέτοια όμορφα και μεγαλόψυχα και τσουγκρίζεις το ποτήρι σου με την παρέα σου όλο σκέρτσο, ανταλλάσσοντας ματιές με το πλάσμα εκείνο που σε καρφώνει με το βλέμμα του απ’ τη στιγμή που μπήκες στο μπαρ.

Και μπορεί όντως να είναι έτσι και σου το εύχομαι μέσα απ’ την καρδιά μου· να έχεις ξεπεράσει κάποιον τόσο όμορφα κι ολοκληρωμένα που να θέλεις στ’ αλήθεια την ευτυχία του, να βρίσκεις τη νυν του όμορφη, να μην ιδρώνει το αυτί σου όταν ακούς το όνομά του και γενικά να έχεις κρατήσει μόνο όμορφες αναμνήσεις από όλα εκείνα που περάσατε μαζί κι ας μη μιλάτε πια, δεν πειράζει άλλωστε αν δεν είσαστε και τόσο ανώτεροι. Ξέρετε καλά κι οι δύο πως ο κύκλος σας έκλεισε ακριβώς για να ανοίξει κάποιος καινούριος.

Είναι όμως στ’ αλήθεια έτσι ή τσάμπα χαλάμε σάλιο; Τώρα θα μου πεις, αυτό θα το καταλάβεις μόνο αν τον δεις μπροστά σου· αν μυρίσεις το άρωμά του, αν μιλήσετε λίγο, αν σου ακουμπήσει τον ώμο φιλικά, αν γελάσετε αμήχανα, αν πείτε τα νέα σας, αν τον κοιτάξεις στα μάτια με καθαρή ψυχή αντί να κάνεις πως δεν τον είδες, αν παρατηρήσεις πάνω του όλες εκείνες τις θετικές αλλαγές που μπορεί να του έφερε ο χρόνος και χαρείς με όλο σου το είναι, χωρίς δεύτερες σκέψεις και ζήλιες.

Πώς θα ένιωθες, λοιπόν, αν ο άνθρωπος που ορκίζεσαι πως ξεπέρασες έμπαινε εκείνη τη στιγμή στο προαναφερθέν μπαρ; Θα στεναχωριόσουν αν σε αγνοούσε; Θα πιανόταν το στομάχι σου αν κοιταζόσασταν; Θα ζοριζόσουν αν έβλεπες να κρατάει απ’ το χέρι κάποιον άλλον; Αυτό σκέψου. Κι αν μιλούσατε; Αν κατά τη διάρκεια της συζήτησης ένιωσες τη γη να υποχωρεί λιγάκι, τον αέρα να λιγοστεύει, αν δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του, αν έβλεπες τα χείλη του και σκεφτόσουν τι θα τους έκανες αν σου έδινε ένα μικρό πάτημα, αν στο φιλικό του πλέον άγγιγμα κράτησες με δυσκολία την αναπνοή σου, αν χάρηκες τέλος πάντων που άρχισαν να του πέφτουν τα μαλλιά, τότε ξανασκέψου το, πιθανότατα είσαι ακόμα εκεί.

Επειδή είναι εύκολο να το παίζεις μεγαλόψυχος όταν η απόσταση σε σιγοντάρει, μα αν στ’ αλήθεια ξεπέρασες τον άλλον, το καταλαβαίνεις μόνο όταν τον δεις από κοντά. Αν, δηλαδή, όλα είναι καλά μέσα σου και χαρείς σε περίπτωση που εξελίχθηκε σε κάτι καλύτερο από αυτό που ήταν όταν μοιραζόσασταν τις ζωές σας, ή τον δεις σε άλλη αγκαλιά και χαμογελάσεις αντί να ψάχνεις τρόπους να πεθάνεις κάπως διακριτικά που τόλμησε να σε ξεπεράσει κι εκείνος.

Εκεί φαίνεται με λίγα λόγια πόσο καλά τα κατάφερες· όταν κοιτάζεις τον άλλον και δεν αναρωτιέσαι πια «γιατί» καθώς όλα τα «επειδή» του κόσμου παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη