Αφού η τρικυμία κοπάσει κι η καρδιά βρει και πάλι τους κανονικούς της χτύπους, αφού οι χιλιάδες σκέψεις ανά δευτερόλεπτο μειωθούν στο ελάχιστο κι η λογική εκτοπίσει με κόπο το συναίσθημα, τότε μπορείς ίσως να διακρίνεις ξεκάθαρα και να δώσεις απαντήσεις στα μεγάλα «γιατί» που βασάνιζαν το μέσα σου τον τελευταίο καιρό.

Τώρα λοιπόν είμαι έτοιμη να σου δώσω όλες τις απαντήσεις που κατάφερα να χαντακώσω και να σου εξηγήσω γιατί αποστασιοποιήθηκα για να σώσω τον εαυτό μου. Βλέπεις δε μου άφησες άλλη επιλογή. My way or the highway dear!

Ήρθες στη ζωή μου μόλις είχα καταφέρει να σταθώ στα πόδια μου. Ήρθες πάνω που άρχισα να ανασαίνω ξανά και δειλά-δειλά να κάνω τα πρώτα μου βήματα χωρίς δεκανίκια. Πάλεψα πολύ να βρω τον εαυτό μου.

Τον έριξα χαμηλά, τον χτύπησα αλύπητα, τον υπέβαλα σε βασανιστήρια ανυπόφορα μέχρι να καταλάβω τι πραγματικά ήθελα. Απέφευγα ακόμα και στον καθρέφτη να τον κοιτάξω, τον τιμώρησα για τα λάθη του, τον τσαλάκωσα χωρίς να με νοιάζει το παραμικρό. Τον πόνεσα.

Μέσα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία λυτρώθηκα. Άρχισα σιγά-σιγά να συζητάω μαζί του, να τον προσέχω, να τον ακούω, να τον προστατεύω και να τον ερωτεύομαι μέχρι που τον αγάπησα και πίστεψέ με τον αγάπησα πολύ.

Μόλις ένιωσα ασφαλής και σίγουρη μαζί του, μόλις άρχισε να μπαίνει άπλετο φως στην ψυχή μου, απ’ το πουθενά εμφανίστηκες και πάλι εσύ. Όχι ότι είχες φύγει και ποτέ εδώ που τα λέμε!
Γύρισες στη ζωή μου μετά από τόσο καιρό που όλα πλέον ήταν θαμμένα μέσα μου κι είχα λησμονήσει ακόμα και τη χροιά της φωνής σου, εκείνη τη φωνή που λάτρευα να μου ψιθυρίζει προκλητικά στο αυτί πόσο με θέλει…

Η εικόνα σου είχε αρχίσει να γίνεται θολή στη σκέψη μου κι η μυρωδιά σου είχε εξαφανιστεί πάνω απ’ το κορμί μου. Είχαν απομείνει μόνο τα σημάδια στην ψυχή για να μου θυμίζουν πόσο σε αγάπησα τελικά και πόσο πόνεσα με την αδικαιολόγητη φυγή σου.

Να ‘σαι λοιπόν πάλι εκεί ολοζώντανος μπροστά μου, να χαμογελάς κι εγώ να σε παρατηρώ με τόση δίψα προσπαθώντας να αποτυπώσω κάθε στιγμή, μην τυχόν κι είναι όνειρο και ξυπνήσω πάλι. Να θέλω να κάνω ένα βήμα μπροστά, να σε αγγίξω και να φοβάμαι μη χαθείς ξανά. Να θέλω να πέσω στην αγκαλιά σου για να κλάψω από χαρά και να έχω στυλώσει τα πόδια μου στη γη μην μπορώντας να κουνηθώ.

Τα κατάφερες, οφείλω να το ομολογήσω! Μου έλεγες πάντα να είμαι δυνατή και να στηρίζομαι στον εαυτό μου και τα κατάφερες να γίνω πέτρα. Να μην επιτρέπω κανέναν και τίποτα να με αγγίξει πια. Ούτε καν εσένα!

«Να ξανασυστηθούμε;» σου λέω με θράσος κι ας ξέρω μέσα μου πως δε χρειάζεται, μιας και με διαβάζεις όπως κανείς άλλος μέχρι σήμερα. Όμως όχι, αυτή τη φορά δε θα σου κάνω τη χάρη. Δε θα με ξαναχάσω. Δε θα ξαναχαθώ στο βυθό σου. Δεν πρόκειται να επιτρέψω ούτε μισή χαρακιά ακόμα επάνω μου. Θα μείνω με αυτές που ήδη έχω κι ας ξέρω πως το φταίξιμο δεν ήταν όλο δικό σου. Για την ακρίβεια ίσως ήταν μόνο δικό μου μιας και δεν κράτησα τίποτα για μένα.

Με κοιτάς με απορία. «Να ξανασυστηθούμε», απαντάς και μου δίνεις το χέρι σου. Με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια μου καρφωμένα στα δικά σου, σου λέω το όνομά μου σα να σε γνωρίζω πρώτη φορά στη ζωή μου.

Το πήρες το μήνυμά μου. Πάντα θαύμαζα το μυαλό σου!
Είμαι εκείνη που σε αγάπησε τόσο μα είμαι δική μου πια, όχι δική σου. Είμαι εκείνη που τριγυρνούσε σαν το πληγωμένο ζώο μέρες ατέλειωτες, γλείφοντας τις πληγές του κι ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο μα το αγρίμι συνήλθε και δεν εξημερώνεται πια. Είμαι εκείνη που σου φώναζα «Μείνε» μα τώρα σε διώχνω εγώ. Σε διώχνω κι ας πεθαίνω μέσα μου να σε σταματήσω.

Σε παρατηρώ να φεύγεις και πνίγονται τα μάτια μου από θάλασσες δάκρυα που θέλουν να ξεσπάσουν και να μη σταματήσουν ποτέ. Όμως δεν κυλάει ούτε ένα στο πρόσωπό μου. Σε κοιτάζω και βλέπω τον κόσμο μου ολόκληρο να απομακρύνεται, ξέρω πως μπορώ να σε σταματήσω μα δεν κουνιέμαι απ’ τη θέση μου χιλιοστό. Θέλω να φωνάξω «Έλα!» και να πέσω στην αγκαλιά σου μα ίχνος φωνής δε βγαίνει. Πεθαίνω μέσα μου για ακόμα μια φορά κι ελπίζω να είναι η τελευταία.

Σε έδιωξα κι ας σε ήθελα σαν τρελή. Έπρεπε να διαλέξω όμως ανάμεσα σε σένα και στον εαυτό μου. Διάλεξα εμένα. Δε σου είπα όμως το καλύτερο γιατί δεν πρόλαβα. Το μετάνιωσα. Τώρα όμως είναι αργά.

 

Επιμέλεια Κειμένου Βίβιαν Παναγιώτου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Βίβιαν Παναγιώτου