Είχε ξυπνήσει πολλές φορές έτσι η Λένα, με ένα κεφάλι βαρύ από τα ερωτηματικά και την αμφιβολία. Να ανοίγει τα μάτια της και να αναρωτιέται πώς τα έχει κάνει έτσι σκατά. Ήταν πλέον συνηθισμένη να ζει μέτριες καταστάσεις, να ανέχεται ηλίθιους ανθρώπους, να ζει χλιαρές σχέσεις, να φοβάται να κάνει όνειρα που δεν συγκλίνουν με τις κατευθυντήριες γραμμές της οικογένειάς της και να απολογείται για τις στιγμές που τόλμησε να κοιτάξει τον εαυτό της.

Και είναι άτιμο πράγμα η συνήθεια, ξέρεις. Σου απορροφά την ενέργεια σαν ξερό σφουγγάρι, υποχθόνια, χωρίς να πάρεις χαμπάρι. Γιατί δεν έχεις χρόνο να πάρεις χαμπάρι, όπως η Λένα. Πότε να προλάβει να σκάψει μέσα της, όταν έπρεπε να παραλύει μπροστά στα επικριτικά βλέμματα συγγενών και φίλων; Ουφ, να το πάλι αυτό το ενοχλητικό σφίξιμο στο στομάχι. 

Μεταξύ μας, η Λένα δεν ήταν καμιά ηλίθια, είχε όμως ένα κακό· την ένοιαζε πολύ. Την ένοιαζε να την αγαπάνε, την ένοιαζε να μην την στραβοκοιτάξουν, να μη την πουν χαζή. Και κάθε φορά που τύγχανε να μην είναι τέλεια δε σήκωνε το βάρος της αποτυχίας της. Κι αν η τελειότητα ήταν αυτό που κυνηγούσε, γιατί δεν τη σήκωνε ο οργανισμός της; Και στο κάτω-κάτω πόσο άκαμπτο ήταν αυτό το καλούπι στο οποίο εκούσια είχε χωθεί; Αυτά σκεφτόταν κοιτάζοντας το ταβάνι. Και το συμπέρασμα ήρθε μόνο του.

Μπορούσε να είναι τέλεια, άξιζε όμως ο κόπος;
Ερώτημα γνώριμο αν είσαι από τους ανθρώπους αυτούς που σκέφτονται πολύ. Αν είσαι από τα άτομα εκείνα που αρέσκονται να επιβάλλουν στον εαυτό τους την τυραννία των δεύτερων σκέψεων και το βάρος της αυτοαμφισβήτησης. Γιατί έγινε αυτό, γιατί έγινε το άλλο, τι θα γινότανε αν, όλα ένα αξεμπέρδευτο κουβάρι που τους εμποδίζει να απολαύσουν την αβάσταχτη απλότητα μιας ζωής χωρίς ψυχικά καταναγκαστικά έργα.

Άνθρωποι σαν τη Λένα, είναι οι άνθρωποι εκείνοι που δυσκολεύονται να πάρουν αποφάσεις, αρνούμενοι να αποδεχτούν το γεγονός πως κάθε επιλογή εσωκλείει και μια απόρριψη. Επειδή, ακόμα κι αν καταφέρουν να πάρουν την οποιαδήποτε απόφαση, μολύνουν τη δυναμική της καταστροφολογώντας κι αναμένοντας το χειρότερο· και είναι έτοιμοι να τα βάλουν με τον εαυτό τους ανά πάσα στιγμή, από φόβο μην το κάνει κανένας άλλος πριν από αυτούς κι εκτεθούν.

Οι ψυχολόγοι το ονομάζουν «το σύνδρομο του καλού παιδιού» και είναι περισσότερο συχνό απ’ όσο νομίζεις· άνθρωποι που φαινομενικά άγονται και φέρονται με αυτοπεποίθηση και δυναμισμό σε μια ζωή στρωμένη, καταρρέουν μπροστά σε οποιαδήποτε κακή κριτική, ακόμα κι αν αυτή προέρχεται από άτομα που ποσώς εκτιμάνε, περνώντας μερόνυχτα απορροφημένοι σε «αν» και «γιατί». Θυμώνουν με τον εαυτό τους που έδωσε δικαιώματα, απογοητεύονται που δεν κατάφεραν να προβλέψουν τον απόηχο των πράξεών τους και νιώθουν αδικαιολόγητες τύψεις που δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του περίγυρού τους.

Δεν έχει σημασία αν γεννήθηκαν έτσι ή αναγκάστηκαν να γίνουν λόγω των καταστάσεων. Σημασία έχει πως δε θυμούνται τι θα πει να κοιμάσαι ήσυχος, καθώς εκείνες οι ώρες της απόλυτης ησυχίας είναι το διάστημα στο οποίο οι σκέψεις τους παίρνουν σάρκα και οι φόβοι τους οστά. Είναι οι ώρες που αναλύουν καταστάσεις περασμένες, τωρινές μα κι απίθανες. Αναλύουν ακόμα κι εξωπραγματικά σενάρια, αρκεί να μην απολαύσουν στιγμή ηρεμίας· κι όσο αναλύουν, τόσο λιγότερο εμπιστεύονται τους ανθρώπους γύρω τους, πόσο μάλλον τον ίδιο τους τον εαυτό.

Θύματα του μυαλού τους με λίγα λόγια, ενός μυαλού που δεν τους αφήνει στιγμή να ησυχάσουν με τα ατέλειωτα ερωτηματικά του, έχοντας κάθε δικαίωμα εδώ που τα λέμε, καθώς οι ίδιοι το χρίσανε αυτοκράτορα και του επέτρεψαν να τους φέρεται σαν σκλάβους. Τα βράδια τους κρατάει ξύπνιους και τους βασανίζει λοιπόν, με ατέλειωτο κουβεντολόι· τους μιλάει για περασμένες καταστάσεις, για σουβλερές πληγές του παρελθόντος, για αγάπες που ξέφτισαν, για ευκαιρίες που χάθηκαν, για φιλίες που τις πήρε σβάρνα ο χρόνος κι όλα αυτά με σκοπό να τους ρίξει το φταίξιμο.

Τους υπογραμμίζει πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν φερόντουσαν αλλιώς, αν μιλούσαν αλλιώς, αν είχαν διαφορετικό τρόπο σκέψης, αν ήταν άλλοι· και οι πιθανότητες γυρνάνε τόσο έντονα στο μυαλό τους που καταλήγουν να αισθάνονται ανεπαρκείς, μισοί κι ανάξιοι οποιασδήποτε ευτυχίας. Επειδή η ανησυχία γεννάει τύψεις και παράνοια, κι αυτοί έχουν μάθει να ζουν στον κυκεώνα αυτό χρόνια τώρα, λες κι όλα τους τα θετικά συναισθήματα τα κατάπιαν κάποτε αμάσητα και τους κάθισαν στο στομάχι.

Όχι, τίποτα από αυτά δεν ωφελεί, ούτε προσφέρει γόνιμο έδαφος για προσωπική εξέλιξη. Κανένας δεν έκανε βήματα μπροστά ακούγοντας τι θα πει ο κόσμος και καμία μεγάλη προσωπικότητα δεν μπήκε στο ανθρώπινο πάνθεον ζορισμένη από λιγοψυχίες κι ενοχές, ιδίως αναίτιες. Εξελίχθηκαν και ξεχώρισαν μόνο εκείνοι που νοιάστηκαν να είναι όντως «καλά παιδιά» αντί απλώς να φαίνονται κι όλοι αυτοί που χώνεψαν πως δε χρωστούσαν καμία ευτυχία σε μια ανθρωπότητα που κρίνει πριν ακούσει ή πιστεύει πως μόνο πέντε και πέντε κάνει δέκα.  

Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Κατερίνα Κεχαγιά.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου