Ανεκπλήρωτοι έρωτες, χωρισμοί, χαμένα όνειρα, ζητήματα υγείας και θέματα οικογενειακά, όλα με κάποιο μαγικό τρόπο δείχνουν να σε ζυμώνουν, να σε πλάθουν και να σ’ αλλάζουν. Υπάρχουν άνθρωποι που προσωρινά επηρεάζονται, υπάρχουν άνθρωποι που βουλιάζουν κι υπάρχουν κάποιοι που αλλάζουν και γίνονται επικίνδυνοι. Και γίνονται επικίνδυνοι επειδή ξέρουν πλέον πόσο αντέχουν και τα όρια αυτά έχουν μάθει πως δύνανται να τα ξεπερνάνε.

Είναι άνθρωποι που γνώρισαν καλά τι θα πει ν’ απογοητεύεσαι άτσαλα, να μην ξέρεις από πού σου ‘ρθε η σφαλιάρα, να πληγώνεσαι χωρίς να το αξίζεις. Έμαθαν να λένε «Έλα μωρέ, όλα καλά» τη στιγμή που το σύμπαν τους γκρεμιζόταν μπροστά στα μάτια τους. Να μοιάζουν αήττητοι και να γελούν την ώρα που η καρδιά τους μέτραγε αντίθετα, για να κλείσουν την πόρτα του σπιτιού τους και να διαλυθούν με την ησυχία τους. Δεν κλάφτηκαν, δε ρώτησαν γιατί κι ας εύχονταν να κοιμηθούν χωρίς να τους φέρει ο ύπνος μπροστά τους όσα τους στέρησαν εκείνοι που αγαπούσαν. Κι ας μην μπορούσαν να ξεχωρίσουν αν τελικά ο πόνος που βίωναν πονούσε περισσότερο το σώμα ή την ψυχή τους.

Το ζόρι τους έμαθαν να το κρύβουν καλά κι ας κατέληξαν κυνικοί κι αδιάφοροι. Όχι, δεν έπαψαν να νιώθουν, μα υποσχέθηκαν στον εαυτό τους πως κανένας άνθρωπος και καμιά συνθήκη δε θα ξανακαταχραστεί το δικαίωμα που οι ίδιοι κάποτε έδωσαν να τους καταστρέψει. Χρισμένοι πλέον κύριοι της ψυχής τους, πάτησαν πάνω στο χαμό και προσπέρασαν με το κεφάλι ψηλά. Γιατί εκείνοι μόνο ξέρουν πώς μάζεψαν τα κομμάτια τους, πώς τα ‘βαλαν σε μια σειρά και πόσο ανεπιτυχώς περίμεναν μερόνυχτα να τα δουν να ξανακολλάνε εκ θαύματος.

Δεν κόλλησαν βέβαια, γι’ αυτό και κάθε βράδυ τα βάζουν σε μια σειρά και μετράνε όσα απομείνανε. Δύο, τέσσερα, έξι, δέκα, δεκατέσσερα. Δεν τους παίρνει βλέπεις γι’ άλλες ελλείψεις. Κάποτε είχαν πολλά και τα χάριζαν απερίσκεπτα εδώ κι εκεί, τώρα πρέπει να προσέχουν ό,τι τους έχει απομείνει. Δεν έχουν άλλη ζωή για πέταμα, ούτε τους παίρνει να κλαίνε για παλιές πληγές κάθε που αλλάζει ο καιρός. Είπαμε, μεγάλωσαν κι έγιναν δυνατοί, ή τουλάχιστον έτσι έμαθαν να λένε.

Οι άνθρωποι αυτοί έβαλαν τα συναισθήματά τους να μαλώνουν με τη λογική τους κι έμεναν χαιρέκακοι θεατές, να κοιτάζουν ποιος θα κατασπαράξει ποιον. Η λογική τους αρματωμένη με κοφτερά μαχαίρια κι η καρδιά μάγισσα, η μια πλευρά να ξεχνάει κι η άλλη να επιμένει να θυμάται. Είδαν γλυκόπικρα τη λογική τους να φοράει το στεφάνι με τις δάφνες, καθώς τα μάγια πιάνουν μόνο σ’ όσους τα πιστεύουν κι αυτοί ήξεραν πως έχουν πάψει να πιστεύουν από καιρό.

Είδαν τον εαυτό τους να βολεύεται στη μοναξιά και να μην ντρέπονται γι’ αυτό. Ασφάλισαν τα τείχη τους τόσο καλά που ακόμη κι αν είδαν τον κόσμο να καταστρέφεται μπροστά στα μάτια τους, βήμα δεν έκαναν, παρά κοιτούσαν με απάθεια. Ξέρεις, αυτό συμβαίνει όταν έχεις υπάρξει ρημαγμένος για καιρό, η δυστυχία δεν έχει πια δύναμη πάνω σου, σε κάνει τέρας, σου παραχωρεί το όπλο με το οποίο τόσο καιρό σε πολεμούσε. Γίνεται φίλη σου αφού δεν μπορεί να σταθεί πια απέναντί σου σαν άξιος εχθρός. Συμβιβάζεσαι με τα τέρατα, λένε, όταν γίνεσαι σαν κι αυτά. Μεγάλη αλήθεια, δε νομίζεις;

Έχουν κεφάλαια στο βιβλίο της ζωής τους τα οποία υποσχέθηκαν να μην ξαναδιαβάσουν ποτέ δυνατά. Γιατί με όλους τα ‘βαλαν, ενάντια στον εαυτό τους, όμως δεν κατάφεραν να θριαμβεύσουν ποτέ. Τα κεφάλαια αυτά όταν τα ξεστομίζουν σπάει λιγάκι η φωνή τους κι αυτοί δε γουστάρουν άλλες ρωγμές. Έτσι έμαθαν να επιζούν άλλωστε, ξεχνώντας. Το πάθημα να γίνεται μάθημα, να δέχονται συγγνώμες που δεν άκουσαν και να συγχωρούν ανθρώπους που δε μετάνιωσαν ποτέ για όσα τους κάνανε.

Είναι δύσκολοι άνθρωποι, οπότε μην τους πλησιάζεις αν δεν αντέχει το μέσα σου, δεν αξίζει η φασαρία. Ο πόνος τους άλλαξε, τους έκανε καχύποπτους, δεν ξέρουν πια τι θα πει ακολουθώ την καρδιά μου, ούτε πιστεύουν σε περίσσια λόγια. Θα σε κλείσουν απ’ έξω, θ’ αδιαφορήσουν, θα σε δοκιμάσουν σε σημείο που θ’ αναρωτιέσαι τι τους έκανες, θ’ απελπιστείς. Όχι, δεν τους έκανες τίποτα, αλλά τρέμει η καρδιά τους μην τυχόν και τους κάνεις.

Άφησέ τους ήσυχους λοιπόν, μην μπλέκεις, οι άνθρωποι αυτοί είναι αδίστακτοι. Ξέρουν να βγαίνουν στεγνοί από κατακλυσμούς κι έχουν μάθει να βάφουν το φορτίο στην πλάτη τους με φανταχτερά χρώματα για να μοιάζει με φτερά. Μην μπλέκεις μαζί τους αν πιστεύεις πως η φράση «σπασμένη καρδιά» είναι λογοτεχνικός όρος κι όχι πραγματικότητα, γιατί αυτοί έχουν ζήσει το δραματικό της κρακ. Αν δεν είσαι ένας απ’ αυτούς, λυπάμαι, δε θα τους καταλάβεις ποτέ. Οι άνθρωποι που ‘χουν περάσει πολλά είναι επικίνδυνοι κι είναι επικίνδυνοι, επειδή ξέρουν πως μπορούν να επιβιώσουν.

 

Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Ιωάννα Κακούρη

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου