Νομίζω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη μπαρούφα από το «αν σε θέλει, πρέπει να σε κυνηγήσει». Μια εγωιστική μπαρούφα, που κυκλοφορεί έντονα γύρω μας, μαζί με συνακόλουθες συμβουλές όπως «μην απαντάς γρήγορα στα μηνύματα», «μη δείχνεις ότι ενδιαφέρεσαι από την αρχή, θα θεωρηθείς δεδομένος», «μη στείλεις, ακόμα κι αν καίγεσαι», «εξαφανίσου λίγο, να δεις αν ενδιαφέρεται», «άσε τον άλλο να σε κυνηγήσει» και φυσικά μαζί είναι κι η θέση «ο άνθρωπος που επιθυμεί να είναι μαζί σου είναι αδύνατον ν΄ αντέξει χωρίς εσένα». Δεν ξέρω αν έχουμε μπερδέψει τον έρωτα με το κυνηγητό των νηπίων στην αυλή του σχολείου, αλλά έχω την εντύπωση πως δεν κάνουμε και τίποτα για να τον δούμε και με λίγη ωριμότητα.

Το καταλαβαίνω, φοβόμαστε, το αντιλαμβάνομαι ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα γύρω μας. Όλοι βιώνουμε μια σκληρότητα, μια αίσθηση ότι είμαστε αναλώσιμοι. Το ενδιαφέρον που λαμβάνουμε είναι, είτε ψεύτικο τις περισσότερες φορές, είτε για λίγο κι εκεί που αφηνόμαστε έρχεται το χτύπημα και πονάμε. Όλοι πονέσαμε, όλοι πληγωθήκαμε αλλά μέχρι εκεί όμως. Κάπου εδώ θα πρέπει οι εμπειρίες να γίνουν ωριμότητα και να μη διαμορφώνουμε ένα ακόμα πιο δυστοπικό πλαίσιο για τις σχέσεις μας. Δεν μπορούμε να διεκδικούμε το ενδιαφέρον με τεχνάσματα μέχρι να νιώσουμε ασφαλείς για να αναπτύξουμε κάποια συναισθήματα. Έρωτας με στρατηγική δεν είναι έρωτας. Είναι ίσως η είσοδος μας σε εμπόλεμη ζώνη ή καλύτερα είναι η αποδοχή ότι θα ζούμε μια ζωή μέσα σε ανταγωνιστικές σχέσεις.

Εκεί, βέβαια που έρχεται το χάος, είναι όταν αυτές οι συμβουλές δεν αποτελούν βιωματικές συμβουλές από τα χείλη γνωστών, αλλά κυκλοφορούν ευρέως στα social, σε sites και σε κάθε λογής μέσο πληροφόρησης. Εκεί, λοιπόν είναι που η επανάληψή τους γίνεται κάτι σαν εθισμός στη συναισθηματική ανωριμότητα και στη σύνδεση. Μαθαίνουμε ν’ ελέγχουμε τα συναισθήματά μας, ν’ αγαπάμε με την πλάτη στον τοίχο και πάντα περιμένοντας ο άλλος να αποδεικνύει νυχθημερόν το ενδιαφέρον του, ακόμα κι όταν έχουν προχωρήσει τα πράγματα μεταξύ μας. Μαθαίνουμε να χειριζόμαστε τους άλλους για να πάρουμε ό,τι θεωρούμε πως μάς αξίζει, τις περισσότερες φορές απλώς ικανοποιώντας το εγώ μας.

Γιατί, ας το παραδεχτούμε, το να ζητάμε από τον άλλο να γίνει ένας επιτυχημένος κυνηγός στη σχέση μας κι εμείς να αποτελούμε το θήραμα που θα κυνηγηθεί με τέχνη για να κατακτηθεί, μοιάζει περισσότερο με ναρκισσιστική συμπεριφορά και δε φανερώνει αληθινά συναισθήματα. Τα αληθινά συναισθήματα, αυτά που πηγάζουν από μέσα μας, εκείνα που μάς παρασέρνουν να θέλουμε ν’ αγγίζουμε τον άλλο, να του μιλάμε, να τον ακούμε, να τον νιώθουμε. Όλα όσα δημιουργούνται όταν μάς αγγίζει κι όσα δημιουργούνται στον άλλο, όταν τον αγγίζουμε. Η μαγική αίσθηση του φιλιού, το χάδι, η αγκαλιά, το πάθος δεν μπορούν να περιμένουν να βεβαιωθούμε πρώτα με τσεκαρίσματα σε κουτάκια πράξεων διεκδίκησης και μετά να νιώσουμε. Τα νιώθουμε πρώτα και μετά με τις κατάλληλες συνθήκες που δημιουργούν και οι δύο πλευρές, γιγαντώνονται. Πολλές φορές, το τεστ της διεκδίκησης φανερώνει, αρχικά, την ανυπαρξία των δικών μας συναισθημάτων κι έπειτα το βόλεμα στην απραξία. Είμαστε, ήδη, συναισθηματικά μη διαθέσιμοι και μάλλον δεν το ξέρουμε.

Βολεύει, όντως, τρομερά να μην εκθέτουμε τους εαυτούς μας, όμως στον αληθινό έρωτα δεν γίνεται να μην τον ξεγυμνώσεις, να μη διεκδικήσεις, να μην αφεθείς έστω κι αν είναι λάθος. Είναι η ανάγκη να το προσπαθήσεις, να μην αφήσεις κάποια ευκαιρία. Είναι απλό, καίγεσαι για μια επαφή. Αυτή είναι η πραγματικότητα και θα πρέπει να ισχύει και για τις δύο πλευρές με κάποιες υποσημειώσεις για το πώς μπορεί ο καθένας να δείχνει το ενδιαφέρον του. Παίρνοντας ως δεδομένο το παραπάνω, δημιουργείται το εξής παράδοξο όταν δείχνουμε ότι αδιαφορούμε για τον άλλο για να μάς κυνηγήσει: δε γίνεται να τον θέλουμε. Θέλουμε, όμως την επιβεβαίωση. Δε ζητάμε να ερωτευτούμε τον άλλο αλλά απαιτούμε να μάς ερωτευτεί, επειδή νομίζουμε ότι αποκτούμε έτσι αξία. Θα λέγαμε, μάλλον λίγο πιο αυστηρά εμπορική αξία κι όχι ποιοτική.

Από την άλλη κι ο διεκδικητής aka κυνηγός δεν είναι σίγουρο ότι βασίζει κι όλη αυτήν την πίεση στο ότι αισθάνεται. Ουσιαστικά είναι σαν να ζητάει ένας νάρκισσος από έναν άλλο νάρκισσο να αποδείξουν μέσα από ανούσιες δυσκολίες ποιος θα τα καταφέρει. Ο διεκδικητής είναι ο άνθρωπος που, όταν του βάζουμε δύσκολα, θέλει να αποδείξει ότι θα καταφέρει να μάς αποκτήσει και μετά, τέλος. Νομίζω το σενάριο αυτό το έχουμε ζήσει λίγο πολύ οι περισσότεροι. Επίσης, είναι φύσει αδύνατον η φωνούλα μέσα μας να μη φωνάζει, έστω και με βραχνιασμένη φωνή, τι πραγματικά συμβαίνει εδώ χάμω. Είτε μάς επιβεβαιώνει ότι ο άλλος μάς επιθυμεί αλλά εμείς δεν καιγόμαστε, όποτε είναι πολύ πιο εύκολο να του βγάλουμε τον αδόξαστο κι από το πολύ τεστάρισμα, ίσως παρασυρθούμε. Είτε καιγόμαστε για κάποιον κι έχουμε αντιληφθεί ότι πρόκειται για νάρκισσο και πιστεύουμε ότι αν το παίξουμε δύσκολοι, θα τον κάνουμε να μάς ερωτευτεί.

Αν αξίζει κάτι ν’ αναρωτηθούμε είναι αν μπορεί ο έρωτας ν’ αναπτυχθεί σε τέτοιες συνθήκες. Αν αξίζει να έστω και για λίγο να πιστέψουμε ότι η αξία μας έρχεται μέσα από τα μάτια τρίτων ανθρώπων κι από το πόσο τους κάνουμε να μάς θέλουν. Ο έρωτας χρειάζεται υγιείς ψυχικά ανθρώπους κι ώριμους αλλιώς είναι ταλαιπωρία ή ένα μπαλόνι παραγεμισμένο με «εγώ» που σίγουρα κάποια στιγμή θα σκάσει. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε, όταν γνωρίζουμε κάποιον, είναι να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς κι έπειτα με τον άλλον. Και να μιλάμε, παιδιά. Να εξωτερικεύουμε όσα σκεφτόμαστε ή φοβόμαστε ή θέλουμε. Δαιμονοποιώντας την έκφραση των συναισθημάτων μας δε γινόμαστε πιο δυνατοί. Το αντίθετο μάλλον, αδύναμοι και μόνοι. Γιατί όσους και να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε γύρω μας, πάλι μόνοι θα νιώθουμε αφού ξέρουμε ότι δεν ήρθαν γι’ αυτό που είμαστε αλλά γι’ αυτό που δείξαμε.

Συντάκτης: Δήμητρα Παπακωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου