Ξημερώνει. Ξετρυπώνει το φως απ’ το κλειστό πατζούρι. Τα πρώτα πρωινά λεωφορεία έχουν αρχίσει κιόλας να περνούν. Κάποιοι θα γυρίζουν τώρα μεθυσμένοι, άλλοι ευτυχισμένοι, άλλοι κουρασμένοι και κάποιοι θα ξεκινούν τη μέρα τους. Με ελπίδα κι αισιοδοξία. Ή με μπόλικη απογοήτευση. Σε έναν ρυθμό που τους πάει ή τον πάνε.

Κι εγώ; Εγώ κόλλησα. Πάνω από εκείνο το ρημάδι το κινητό έχει σκαλώσει η ζωή μου. Βράδια τώρα ούτε που θυμάμαι πώς έχουν περάσει. Ό,τι κι αν έχω δοκιμάσει να κάνω για να ξεχαστώ, στο τέλος πάντα περιμένω εσένα. Βόλτες σε όμορφα μέρη, ξενύχτια σε μαγαζιά με κόσμο που ζει τη στιγμή, ταινίες με ενδιαφέρον σενάριο, φίλοι με απεριόριστη όρεξη. Κι εγώ δε βλέπω ούτε την ομορφιά, ούτε το ενδιαφέρον, ούτε έχω την όρεξη να ζήσω τη στιγμή. Εγώ μάλλον ζω για μια άλλη στιγμή. Πώς τα ‘χω κάνει έτσι, μου λες;

Ένας ήχος, μια ειδοποίηση, μια φωτισμένη οθόνη κι ένα μήνυμα με το όνομά σου. Αυτά ζητάω όλα κι όλα. Και σαν να μη μου έφταναν οι μέρες που δεν έστειλες ποτέ για να με πείσουν πως δε θα στείλεις, έμεινα να σε περιμένω και τα βράδια. Με εκείνη την παράλογη πεποίθηση ότι ίσως η νύχτα διώξει τις αναστολές που σε κρατούν μακριά μου.

Πού να είσαι; Τριγυρνάς; Με σκέφτεσαι; Σκέφτεσαι πως ίσως σε σκέφτομαι κι εγώ; Άραγε έχεις γράψει κανένα μήνυμα και το άφησες στη μέση ή δείλιασες να το στείλεις; Θυμάσαι κι εσύ αυτά που εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω; Άσε με να παραλείψω την πιθανότητα να μη σε νοιάζει καν. Είναι πολύ αργά για να μπορέσω να λογικευτώ. Όχι τώρα τουλάχιστον, όχι απόψε.

Κάθε φορά που κάποιος μου στέλνει, πετάγομαι νομίζοντας πως είσαι εσύ. Και μετά απλά προσγειώνομαι πάλι στη θέση μου ξενερωμένη. Ανοίγω τη συνομιλία μας μ’ αυτή την αρρωστημένη πεποίθηση ότι ίσως έστειλες και δεν το είδα ή κόλλησε ή διαβάστηκε το μήνυμα κατά λάθος ή ίσως να γράφεις τώρα. Μακάρι να έγραφες τώρα.

Δεν είδες κι εσύ εμάς στα πρόσωπα εκείνων των ερωτευμένων περαστικών; Δεν πέτυχες κι εσύ στο ράδιο αυτό το τραγούδι που μας θυμίζει; Δεν έχεις ψάξει κι εσύ χίλιες δυο αφορμές απλά για να μου στείλεις και να πεις κάτι, οτιδήποτε; Δε με κουβέντιασες κι εσύ με ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τι τρέχει με εμάς τους δύο; Μόνο εγώ παραλογίζομαι κι αυτό το βράδυ;

Νυστάζω. Έχω αρχίζει να νιώθω πως η αϋπνία παίζει ύπουλα παιχνίδια μαζί μου. Φαντάζομαι όλες τις εκδοχές των μηνυμάτων που θα μου έστελνες. Κι ύστερα φαντάζομαι και τι θα σου απαντούσα. Δεν υπάρχει διάλογος στον οποίο να σε αφήνω να μου φύγεις. Στο τέλος όλων, εγώ κι εσύ παρατάμε τα κινητά μας και βγαίνουμε έξω, βρισκόμαστε, γνωριζόμαστε για πρώτη φορά ή ξαναγνωριζόμαστε και δεν περιμένουμε πια κανέναν και τίποτα.

Κι αποκοιμιέμαι. Με το κινητό στο δυνατό, πλάι στο μαξιλάρι μου ή κλεισμένο στην παλάμη μου. Και μου στέλνεις. Απόψε, μετά από τόσα βράδια που ξόδευα τον χρόνο μου ανάμεσα σε τσιγάρα που μισοτέλειωνα, σε ποτά που ξεθύμαιναν, σε βιβλία που δεν έβγαζαν νόημα, έκανες αυτό που τόσο λαχταρούσα. Είδες; Άξιζε η αναμονή κι η επιμονή μου. Δε μου έγραψες τίποτα απ’ όσα είχα πλάσει στο μυαλό μου, αλλά είσαι εδώ κι αυτό έχει σημασία. Από εδώ και πέρα, εφόσον ξέρω ότι θες, εφόσον ξέρω ότι με θες, αναλαμβάνω εγώ.

Και ξυπνάω. Το κινητό στην ίδια θέση και μήνυμα κανένα. Είσαι όνειρο στον ύπνο μου κι εφιάλτης στη ζωή μου. Δεν μπορώ να ζω έτσι. Αλλά ξέρεις κάτι; Δε με νοιάζει τι θες ή τι δε θες, τελικά, να στείλεις. Εγώ αυτά που έχω να σου πω ήρθε η ώρα να στα γράψω. Δεν έχει καμία σημασία ποιος είναι ο παραλήπτης και ποιος ο αποστολέας. Φτάνει το μήνυμα «σε θέλω και με θέλεις» να γίνει με κάποιον τρόπο κατανοητό.

Ετοιμάσου. Άνοιξε το κινητό σου. Μόλις παρέλαβες το μήνυμα που δε βρήκες ποτέ το θάρρος να στείλεις.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη