Σχολάς απ’ τη δουλειά και φεύγεις βολίδα για το ταβερνάκι που έχετε κανονίσει από χθες με την παρέα. Έχεις αργήσει, αλλά δε σε χαλάει. Το τραπέζι θα έχει τουλάχιστον τις σαλάτες για να τσιμπήσεις και να ξεγελάσεις το τρομακτικό πλέον, γουργουρητό σου.

Φτάνεις κατάκοπος, θεονήστικος και το μάτι σου πέφτει κατευθείαν στο κενό. Όχι αυτό στην καρέκλα που σε περιμένει, αλλά στο τραπέζι. Η ταραχή σου είναι φανερή. Πού είναι οι σαλατούλες; Μόνο νερό και ψωμί. Τρομοκρατείσαι. Ρωτάς και έρχεται η κεραμίδα από το Μαράκι: «Πας καλά; Δεν παραγγείλαμε ακόμη γιατί σε περιμέναμε να βγάλουμε selfie και να κάνουμε check in πρώτα με το άδειο τραπέζι!». Το βλέμμα σου, διασταύρωση έκπληκτου και λυπημένου λεμούριου με πεινασμένης ύαινας, τα λέει όλα. Για χάρη του στομαχιού σου καταπίνεις το σιχτιρίκι που θες να ξεστομίσεις και τους λες να βγάλουν την φωτογραφία τους χωρίς εσένα.

Δε γουστάρεις και το ξέρουν. Ανήκεις σε εκείνη τη μικρή μερίδα ανθρώπων που δε θέλουν να βγάζουν selfie, δε θέλουν να ταγκαρονται, δε θέλουν να ξέρουν όλοι πού βρίσκονται και τι κάνουν και κυρίως δε θέλουν να έχουν facebook. Και όχι, δεν έχει να κάνει με το πείσμα και την εναντίωση στο κατεστημένο. Δοκίμασες τη γεύση του προτού το απορρίψεις. Τρια χρόνια τώρα είσαι καθαρός και νιώθεις ελεύθερος και ευτυχής.

Από την πρώτη στιγμή που έκανε αισθητή την παρουσία του σάρωσε ωσάν ανεμοστρόβιλος και όλοι έτρεξαν να αποκτήσουν έναν και δυο, στην καλύτερη περίπτωση, λογαριασμούς και εσύ απλά συνέχιζες να τους κοιτάζεις με απάθεια και απορία. Το μόνο θετικό, παραδεχόσουν ότι ήταν η επικοινωνία. Έτσι ενέδωσες στα παρακάλια των φίλων σου και μπήκες στη φουμποκοινότητα, βάζοντας όμως τα όριά σου. Λίγες ώρες σύνδεσης, ψευδώνυμο, λίγοι φίλοι και ποτέ φωτογραφία σου. Ήσουν κάθετος σε όλα και ήταν ενήμεροι όλοι γι’ αυτό. Δε σε καταλάβαιναν, αλλά από το να ακούνε τα κηρύγματά σου, το δέχονταν.

Το «κακό» δεν άργησε καθόλου να έρθει. Τα tag και τα check in μπορούσες να τα ελέγξεις. Πώς όμως να ελέγξεις την έμφυτη ανάγκη σου για ενημέρωση; Που έμπαινες στην αρχική σου και οι πληροφορίες αραδιάζονταν αυθάδικα μπροστά στα μάτια σου; Και το scroll down έδινε κι έπαιρνε, και η ώρα περνούσε, και από μια έρευνα για την υπογεννητικότητα βρισκόσουν να διαβάζεις τις συνταγές της θείας Μέλπως, με την ώρα να έχει πάει 4-5 το πρωί και εσύ αποβλακωμένος και με πρησμένα μάτια να ορκίζεσαι ότι είναι η τελευταία φορά και την επόμενη πάλι τα ίδια και χειρότερα. Να μπεις να δεις τι δημοσίευσε η Κούλα-Τούλα-Σούλα. Να και μια φωτογραφία του Γιαννάκη που ήσασταν μαζί στο δημοτικό, να τσεκάρεις και το δικό του προφίλ στη μεγάλη κουτσομπόλα, και δωσ’ του πάλι 5 το πρωί.

Κι όσο εσύ ενημερωνόσουν για τα νέα γνωστών και αγνώστων και συγκέντρωνες άχρηστες πληροφορίες, τα αιτήματα φιλίας και οι προτάσεις φίλων, σου χάλαγαν το «ονειρικό landscape», με τις γκρίνιες να δίνουν ρεσιτάλ από τον κάθε άσχετο συγγενή, που έχει να σε δει από την βάφτισή σου, ο οποίος δεν καταλάβαινε το λόγο που δεν τον έκανες add, δε δεχόσουν τα friend request που σου έστελνε και ήταν ικανοί μέχρι και βεντέτα να ξεκινήσουν.

Δεν περίμενες να τριτώσει το κακό. Ήδη έχανες πολλές ώρες από τη δική σου ζωή κολλημένος σε μια οθόνη παρακολουθώντας τις ζωές άλλων, είχες απηυδήσει με τον έλεγχο  για το ποιος θα βλέπει και ποιος δε θα βλέπει τις δημοσιεύσεις σου, είχες σαλτάρει και με τους αγνώστους που απαιτούσαν τη «φιλία» σου, οπότε είχες δυο επιλογές. Ή το περιόριζες ανοιγοκλείνοντας το λογαριασμό ή το διέγραφες τελείως. Προτίμησες την δύσκολη, αλλά αποτελεσματική λύση της οριστικής διαγραφής.

Πριν το τελευταίο αντίο τα λαμπάκια σου άναψαν. Πατώντας τη διαγραφή η ιδιωτική επιχείρηση ανησύχησε για τις σχέσεις σου με τους φίλους σου. «Θα λείψετε στην/στον…», «Είστε σίγουρος ότι θέλετε να απενεργοποιήσετε το λογαριασμό σας;», σαν να σου λέει «Είσαι σίγουρος; Εγκαταλείπεις κι εγκαταλείπεσαι. Ξανασκέψου το.». Η απέλπιδα προσπάθειά του για να σε κρατήσει ήταν να σε απειλήσει με τη μοναξιά. Το click στην «Απενεργοποίηση» έγινε ακόμη πιο γρήγορα μετά από αυτό.

Ως άλλος «Μεγάλος Αδερφός», το Facebook, έχει επιμεληθεί με ζηλευτή προσοχή την κάθε λεπτομέρεια για μια επιτυχή πλύση εγκεφάλου. Παρουσιάζει μια εικονική προστασία δεδομένων, 500-1000-2000 εικονικές φιλίες, μια εικονική ζωή. Μια ψευδαίσθηση. Αποκρύπτει, με δεξιότητες που θα ζήλευε και ο καλύτερος ταχυδακτυλουργός, τους κινδύνους που ελλοχεύουν και προωθεί αυτό που ο κάθε ένας έχει ανάγκη. Την παρέα και τη συντροφικότητα.

Θεωρείς λυπηρό το γεγονός, ότι κάποιοι έχουν ξεχάσει, και άλλοι δεν έχουν γνωρίσει, την εποχή όπου υπήρχε ζωή και χωρίς το facebook. Την έζησες, τη γούσταρες και έτσι συνεχίζεις να ζεις. Θα πάρεις τηλέφωνο να μιλήσεις με έναν φίλο επειδή πραγματικά σου έλειψε και όχι επειδή είδες τυχαία μια δημοσίευσή του. Βγαίνεις για καφέ ή ποτό χωρίς να ελέγχεις κάθε λίγο και λιγάκι πόσα like έχεις μαζέψει. Παρατηρείς και χαζεύεις τους ανθρώπους γύρω σου και όχι χρονολόγια. Φλερτάρεις και την πέφτεις face to face, όχι facebook to facebook. 

Περνάς γαμάτα και ζεις στιγμές, κρατώντας αναμνήσεις και φωτογραφίες για την πάρτη σου, διαφυλάσσοντας τις προσωπικές σου στιγμές, χωρίς να τις βγάζεις πρώτο τραπέζι πίστα σε κάθε αρχική.

Κάποιοι σε ζηλεύουν που μπόρεσες, κάποιοι σε κοιτούν σαν εξωγήινο και άλλοι σε αποκαλούν παλιομοδίτη. Εσύ όμως νιώθεις ελεύθερος που δε δυσκολεύεσαι να προστατεύσεις την ιδιωτικότητά σου. Και είσαι.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελεονόρας Κοκκίνη: Καλπαζίδου Σοφία

 

Συντάκτης: Ελεονόρα Κοκκίνη