Και δεν ξέρω πώς να αρχίσω και δεν ξέρω τι να πρωτογράψω  και το ραδιόφωνο παίζει Πυξ Λαξ, «για τις παλιές αγάπες μη μιλάς» και με ωθεί να μιλήσω για σένα και να γράψω για σένα μετά από καιρό. Πάρ’ το σαν μια μικρή εξομολόγηση, σαν μια κατάθεση, γιατί εγώ σήμερα γράφω για σένα, γράφω για όλα αυτά που δεν ήθελα να ξέρεις, για όλα αυτά που δε σου είπα και τα καταχώνιασα σε λευκά χαρτιά, σε σημειώσεις και τετράδια που τελικά γέμισαν ολόκληρες σελίδες. Γράφω γιατί  οι αλήθειες τελικά πρέπει να αποκαλύπτονται κι εγώ σήμερα έχω να σου πω πολλές.

Γράφω για σένα που σε ερωτεύτηκα απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα, που απ’ το πρώτο γεια και το πρώτο χαμόγελο ένιωσα αυτή την έλξη που δεν είχα αισθανθεί ξανά όμοιά της. Για σένα που σε ξεχώρισα από ένα τσούρμο ανθρώπων.  Γράφω για σένα που ήρθες απ’ το πουθενά και συντάραξες ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου, που μπήκες στη ζωή μου κι έφερες τα  πάνω-κάτω. Που ξέκλεψες από μένα τα πιο ειλικρινή «σ’αγαπώ» .

Εσύ πάντα λίγο χαμένος, πάντα λίγο στον κόσμο σου, σε ένα κόσμο χάος, τον έκρυβες καλά, πίσω από κλειστές πόρτες κι ένα ακόμα πιο κλειστό στόμα. Δε με άφησες ποτέ να μπω κι εγώ σε αυτόν. Για αυτό σε ερωτεύτηκα, για την αταξία που βρισκόταν μέσα στο μυαλό σου, για το μυστήριο που σε περιέβαλε, γιατί ως άνθρωπος ήσουν ο πιο δύσκολος χαρακτήρας που είχα γνωρίσει ποτέ.

Κι εγώ επίμονη μέχρι αηδίας, ήθελα να παίρνω απαντήσεις, να περνάει το δικό μου, να πραγματοποιώ οτιδήποτε έβαζα στόχο. Έκανα συνέχεια του κεφαλιού μου κι αυτό σε εκνεύριζε γιατί συνήθως δεν υπολόγιζα ανθρώπους και κυρίως συνέπειες. Αλλά βαθιά μέσα σου πιστεύω πως αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που με ερωτεύτηκες, αυτή η επιμονή μου κι η ξεροκεφαλιά μου, το γεγονός ότι ήμουν όλα αυτά που δεν ήσουν.

Κι αυτό που δημιουργήσαμε ήταν απλά κάτι σαν μαγεία. Ήταν ένας έρωτας που ταρακούνησε όλο μου το «είναι».  Και δε σου μιλάω για έναν έρωτα με καρδούλες κι αστεράκια, σου μιλάω για έναν έρωτα αληθινό, από αυτούς που δε χρειάζεται να επιδεικνύονται για να υπάρχουν. Έναν έρωτα που η αγαπημένη σου εικόνα μου ήταν  αυτή το πρωί μόλις ξυπνούσα με τα μάτια μου μισόκλειστα κι όχι  Σάββατο βράδυ που ήμουν φτιαγμένη. Που τα αγαπημένα σου ρούχα μου ήταν οι άνετες μου πιτζάμες, που τις φορούσα και χόρευα πάνω στα κρεβάτια. Μου είχες πει ότι τότε ήμουν πιο όμορφη. Όταν έπαιρνα το χέρι σου και σε ανάγκαζα να χορέψεις μαζί μου εκείνες τις ανόητες μπαλάντες που άκουγα.

Μου άρεσε να σε χαζεύω, να παρατηρώ τις αντιδράσεις σου, ήθελα να μάθω  κάθε πτυχή του  όμορφου προσώπου σου, να το απομνημονεύσω τόσο καλά, να χαραχθεί καλά στη μνήμη μου. Κι η επιθυμία μου για σένα όλο και μεγάλωνε, άναβε χίλιες πυρκαγιές κι έκανε στάχτη το κορμί μου.

Και πάντα είχες τον τρόπο σου μαζί μου. Σε μισούσα γι’ αυτό. Που εσύ ήξερες πώς να χειριστείς εμένα ενώ εγώ σε φοβόμουν. Φοβόμουν την επίδραση που είχες πάνω μου.  Κι εγώ αφηνόμουν σε σένα και το μυαλό γινόταν  συντρίμμια και το σώμα πηλός, να το πλάθεις, να το αναδιαμορφώνεις, να το φέρνεις στα μέτρα σου, να χωράει στα χέρια σου, τόσο ώστε όταν έρθει η ώρα να μπορείς να το τσακίσεις.

Και το έκανες. Μια νύχτα ζόρικη τα μάζεψες όλα κι έφυγες κι άφησες πίσω σου ένα σωρό αναμνήσεις. Αυτό ήταν το δώρο σου σε μένα -ή κι η κατάρα σου . Κι αυτές έρχονται κάθε βράδυ να πάρουν εκδίκηση για την απουσία σου.  Κάθε βράδυ έρχομαι αντιμέτωπη μαζί τους, αλλά θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως με ενοχλούν μόνο το βράδυ. Βλέπεις, έχεις αφήσει το στίγμα σου σε ολόκληρη την πόλη, στους δρόμους, στα παγκάκια, στα απόκρυφα στενά και το χειρότερο, στο σπίτι μου.  Και εγώ δε θέλω να σε θυμίζει τίποτα. Θέλω να σε φέρνω στη μνήμη μου όταν το επιθυμώ εγώ.

Και τις πιο άσχημες νύχτες μου, αυτές που με στοιχειώνουν αναμνήσεις, εικόνες, μυρωδιές, μουσικές, στις πιο ζοφερές μου σκέψεις, στις πιο σκοτεινές μου επιθυμίες, θέλω να τα αφήσω όλα και να έρθω να σε βρω και στο υπόσχομαι πως κάποια στιγμή θα το κάνω.

Κάποια μέρα θα έρθω να σε βρω, το χρωστάω σε μένα, σε σένα, σε αυτό το «εμείς» που αποδείχθηκε λίγο ή και πολύ. Θα πάρω το πρώτο λεωφορείο, τρένο, αεροπλάνο, οτιδήποτε μπορεί να με φέρει σε σένα. Θα έρθω να ξεκλέψω λίγο απ’ το χρόνο σου, να πάρω μια αγκαλιά, μου τη χρωστάς,  για τις τόσες που θα δώσεις σε άλλες που δε θα είναι εγώ.

Θα ξεγελάσω το μυαλό μου και το σώμα μου, να νομίζουν πως ακόμα σου ανήκουν. Θα έρθω να αρπάξω μια ώρα ευτυχίας, για όλες αυτές τις ώρες που πέρασα μακριά σου, για αυτές που πέρασαν και γι’ αυτές που θα έρθουν. Θα έρθω να σε αγαπήσω για μια τελευταία φορά. Και, διάολε, μην ανησυχείς, εγώ θα βρω τη δύναμη να φύγω.

Κι αν σου μείνει κάτι από εμάς κάψ’ το, κάνε το κομμάτια, να μη θυμίζει τίποτα την τότε ευτυχία. Μόνο κάν’ το όπως του αξίζει, μέθυσε για πάρτη του, πιες στο όνομά του και ζαλισμένος όπως θα είσαι ψιθύρισέ του τα λόγια του έρωτα που θα έλεγες σε μένα και στο όνομα της αγάπης κατέστρεψέ το.

Να έρχεσαι όμως, να με αγγίζεις πού και πού. Μη ρωτάς γιατί. Γιατί είσαι εσύ και το δικό σου «εδώ» καλύπτει κάθε πτυχή του δικού μου σκοτεινού «εγώ».

Συντάκτης: Δέσποινα Τάμπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη