Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί λέμε ψέματα; Για να καλύψουμε λάθη και στραβά μας; Για να προστατέψουμε κάποιον ο οποίος «το έχει ανάγκη» και να επιβεβαιώσουμε έτσι πως σκοπός και μέσα είναι δύο πράγματα ασύνδετα; Επειδή κάποιες περιστάσεις το επιβάλλουν και «δε μας αφήνουν την επιλογή»; Ή μήπως τελικά υπάρχουν φορές που το ψέμα έρχεται απλώς για να μας βοηθήσει να τεστάρουμε και να ενισχύσουμε τον εγωισμό μας, που σαν κακομαθημένο και θιγμένο δεκάχρονο προσπαθεί να μας πείσει για την υπεροχή μας απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους;

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί πιστεύουμε πράγματα χωρίς ιδιαίτερη αμφισβήτηση ενώ φωνάζουν έλλειψη αλήθειας από τα πέντε χιλιόμετρα; Λόγω κάποιας έμφυτης ευπιστίας, που έρχεται να μας βάλει παρωπίδες μην αφήνοντάς μας καν να δούμε την υπερβολή στα σενάρια που ακούσαμε (σενάρια που παρεμπιπτόντως και ο καλύτερος σκηνοθέτης θα ζήλευε); Λόγω της μαεστρίας ίσως του ατόμου που μας σέρβιρε το ψέμα σε πιάτο ευπαρουσίαστο; Ή τελικά η αποδοχή ενός παραφουσκωμένου ψέματος έρχεται με ένα λίγο ανορθόδοξο τρόπο να τροφοδοτήσει και πάλι τον εγωισμό μας, πείθοντάς μας πως το άλλο πρόσωπο αποκλείεται να δείχνει τέτοια ασέβεια προς τη νοημοσύνη και το πρόσωπό μας;

Ψέμα και εγωισμός είναι φιλαράκια πιασμένα χέρι-χέρι που σπάνια καταδέχονται να κάνουν χώρια εμφανίσεις. Δεν έχει σημασία σε ποια μεριά βρίσκεσαι. Αν είσαι αυτός που εξαπατά ή εκείνος που δέχεται τελικά τη φτιαχτή ιστοριούλα. Σημασία έχει πως και η παρουσίαση ενός ψέματος, αλλά και η αποδοχή του, έχουν σαν αποτέλεσμα μια αίσθηση υπεροχής.

Ας πάρουμε για αρχή αυτόν που το λέει. Ίσως όντως το κάνει γιατί οι συνθήκες του το επέβαλαν. Ίσως ακόμη να νιώθει και κάποιες τύψεις για τη συμπεριφορά του. Το ότι δεν έλαβε όμως κάποια αμφισβήτηση, σε ένα πιο υποσυνείδητο επίπεδο μόνο σαν επιτυχία θα μπορούσε να μεταφραστεί. Και όσο πιο τρανταχτό το ψέμα, τόσο μεγαλύτερη η επιβεβαίωση. Για την ακρίβεια όσο πιο περίπλοκο τόσο πιο έντονη η αίσθηση μιας υποτιθέμενης ευφυΐας και με όσο περισσότερο θράσος παρουσιασμένο, τόσο πιο δυνατή η ψευδαίσθηση της μαεστρίας.

Τι γίνεται όμως με αυτόν που δέχεται το ψέμα χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση; Και εδώ ίσως υποσυνείδητα η κατάσταση να είναι λιγάκι διαφορετική. Το ένστικτο βλέπεις έχει δυνατή φωνή και σχεδόν πάντα μένει εκεί να τσιρίζει ότι κάτι πάει λάθος. Ο εγωισμός δεν καταφέρνει ποτέ να καλύψει τελείως τη φωνή, καταφέρνει όμως να τη σκεπάσει, να σε πείσει πως δεν υπάρχει λόγος να της δώσεις σημασία, αφού πρόκειται απλώς για υπερβολές. Και όλο, αυτό γιατί το να δεχτείς πως κάποιος σου είπε ψέματα σημαίνει αυτόματα πως πρέπει να δεχτείς ότι σε είδε και σαν πρόσωπο που μπορεί να χειριστεί. Πως θεώρησε τον εαυτό του, έστω και στιγμιαία, λιγάκι ανώτερο, ή μάλλον ακόμη χειρότερα, εσένα λιγάκι κατώτερο και αυτό είναι πλήγμα! Κάπως έτσι όσο μεγαλύτερο το ψέμα, τόσο πιο θιγμένος βγαίνει ο εγωισμός μας αν το αναγνωρίσει και το παραδεχτεί.

Όταν το ψέμα είναι μικρό, δύσκολο στον εντοπισμό του, έχουμε την τάση να την ακούμε λίγο παραπάνω τη φωνούλα που λέγαμε. Και αυτό γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις ο εγωισμός ικανοποιείται ξεσκεπάζοντάς το. Δείχνει υπεροχή επειδή καταφέρνει να εντοπίσει αυτό που άλλοι ίσως να έχαναν. Ένα όμως που είναι τρανταχτό και απροκάλυπτο, τι ικανοποίηση να προσφέρει; Όλοι εντυπωσιάζονται αν δεις την καρφίτσα μέσα στην άμμο, κανείς όμως δε θα αναφωνήσει «γουάου» επειδή εντόπισες μια πευκοβελόνα μέσα σε ένα δάσος από πεύκα. Όσο πιο αγενέστατα λοιπόν παρουσιασμένο είναι μέσα στη μούρη μας, τόσο πιο εύκολα επιλέγουμε να το πιστέψουμε.

Τη νιώθουμε ώρες-ώρες σαν τέχνη την εξαπάτηση. Σαν έναν πίνακα ζωγραφικής με μπερδεμένα χρώματα, που μέσα από το πλήρες χάος και την ακατανόητή του μορφή, καταφέρνει με τρόπο ανεξήγητο να προσφέρει τελικά τόσο στον καλλιτέχνη όσο και στο θεατή του την αίσθηση της αρμονίας, του ολοκληρωμένου και δεμένου συνόλου. Μας κάνει όμως άραγε αυτό επιρρεπείς στο να της επιδιδόμαστε; Όχι κατ’ ανάγκη.  Και αυτό γιατί όσο δυνατή και αν είναι η αίσθηση της ικανοποίηση ενός εγωισμού, θιγμένου ή μη, η θέλησή μας να κάνουμε αυτό που βλέπουμε σωστό μπορεί να υπερισχύσει. Ναι, το ψέμα χρειάζεται ικανότητα, στο χέρι μας όμως το αν θα την αναπτύξουμε ή όχι. Στο χέρι μας το αν θα του επιτρέψουμε να μπει στη ζωή μας, με οποιαδήποτε από τις δύο επιλογές, ή αν θα του κλείσουμε την πόρτα κατάμουτρα.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη