Σου είχαν πει πως ό,τι θέλω το έχω. Σου είχαν πει πως έχω τον τρόπο μου σχεδόν πάντα να κερδίζω στις μάχες των συναισθημάτων. Σου είχαν πει πως ξέρω να παίζω μέχρι τελικής πτώσης, του άλλου.

Δε θα σου πω αν ισχύουν όλα όσα σου είχαν πει. Ίσως όντως να είναι όλα θέμα θέλησης. Ίσως εκ των υστέρων να έβγαλες κι εσύ τα συμπεράσματά σου τελικά. Το ταλέντο σου ήταν να έρχεσαι και να φεύγεις, κάτι που ταιριάζει απόλυτα και με τις βαθύτερες δικές μου τάσεις φυγής. Γι’ αυτό κι ως συνδυασμός υπήρξαμε μισός κι ολέθριος. Γι’ αυτό, ίσως ακόμη και χρόνια μετά αραιά και πού σε μνημονεύω.

Καταλαβαίνω πως τα ανεξήγητά σου εξηγούνται μέσα μου με βάση όσα οι άλλοι δεν μπορούν να εξηγήσουν σε μένα. Ξέρω, δε θα χρειαζόταν να μου πεις τίποτε αυτή τη στιγμή. Δε χρειάζονται πάντα λόγια όσο κι αν κάποτε τα είχα ανάγκη, τυφλωμένη καθώς ήμουν από έρωτα. Σκοτώναμε η μία την άλλη τόσο από απόσταση αναπνοής όσο κι από απόσταση χιλιομέτρων. Πιο άμεσα από οτιδήποτε μπορεί να εξηγηθεί λογικά όταν χανόμασταν και πιο έμμεσα απ’ όσο μπορεί ν’ αντέξει κανείς όταν βρισκόμασταν.

Τον περισσότερο καιρό τον ζήσαμε στο χάσιμο. Μα αν μου πεις ότι δε με σκεφτόσουν, θα μου επιτρέψεις να μην το πιστέψω. Λένε ότι όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο. Κι εσύ μου το είχες πει αυτό κάποτε πιο πολύ για να δικαιολογήσεις τον εαυτό σου, που ήθελε τότε να την κάνει μ’ ελαφρά. Μην τα λες σε μένα αυτά, ήθελα τότε να σου πω. Από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα, όμως, δεν έχω καταφέρει ακόμη να εστιάσω αν στη δική μας περίπτωση υπήρξε λόγος για οτιδήποτε ή αν απλώς ήμασταν εσύ κι εγώ -κι αυτό αρκούσε για να συγκρουστούμε μια δεδομένη στιγμή της ζωής μας ανεξαρτήτως τέλους. Αν αυτό ήταν από μόνο του αρκετό για να διασταυρωθούμε σε μια παράξενη ιστορία, που δεν καταφέραμε ούτε εμείς οι ίδιες να καταλάβουμε από πού μας ήρθε και τι ήθελε τελικά να μας πει ο ποιητής που μας έφερε κοντά.

Ήρθες, λες κι έπρεπε να έρθεις κι έφυγες, λες κι αν έμενες θα παύαμε να είμαστε εσύ κι εγώ. Ένα «εσύ κι εγώ» που δεν πήρε ποτέ του μορφή συμβατική. Εμφανιζόσουν για να αντέξεις να ξαναφύγεις κι ύστερα έφευγες για να καταφέρουμε να υπάρξουμε όπως μας θυμόμασταν κι οι δυο για όσο περισσότερο γινόταν.

Δεν ενηλικιώθηκα ποτέ, ξέρεις, κι αυτό με έχει καταστρέψει. Μα αν με ρωτάς, δεν υπάρχει μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης από αυτού του είδους την καταστροφή. Γι’ αυτό και σου έδινα δίκιο την ίδια στιγμή που σε έβριζα. Γι’ αυτό και μου δίνω δίκιο την ίδια στιγμή που οι επιλογές μου με πονάνε ή μοιάζουν ανώριμες και για τους άλλους καταστροφικές. Πρώτα εμένα πληγώνω.

Για μια στιγμή ίσως σκέφτηκες πως έπρεπε να κλείσει ο κύκλος που ανοίξαμε. Μα κι όταν ακόμη έκανες το βήμα, το ξέρεις, τον κύκλο δεν κατάφερες να τον κλείσεις γιατί ποτέ δεν ήμασταν κι οι δυο στ’ αλήθεια «εκεί». Κι έτσι οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που θέλαμε η μία απ’ την άλλη έμεινε μετέωρο να ξεθωριάσει μέσα από άλλες εμπειρίες, μέσα απ’ τον ίδιο τον καιρό.

Να ξέρεις, όμως, πως οι μετέωρες αισθήσεις δεν είναι νεκρές, απλώς κοιμούνται. Μπορεί κάποτε στην καλύτερη περίπτωση να πέσουν σε κόμμα και να νομίζεις τότε πως κατάφερες ν’ απαλλαγείς από αυτές. Για εκείνες, όμως, κάθε ενδεχόμενο θα είναι πάντα ένα παραθυράκι ανοιχτό προς το ίσως κάπως, κάπου, κάποτε.

Ίσως κάπως, κάπου, κάποτε, λοιπόν, οι αισθήσεις μας να ξανασυναντηθούν και να ξυπνήσουν. Το ίδιο δειλές ή πιο αποφασισμένες από κάθε άλλη φορά. Ίσως πάλι κάτι τέτοιο να μη γίνει ποτέ. Το άδικό σου, όμως, το ξέρω, ήταν το δίκιο μου. Αυτό που αρνιόμουν να δω γιατί σε ήθελα, μα ήταν ο μόνος τρόπος ίσως για να μην πεθάνουμε στ’ αλήθεια. Γι’ αυτό όποτε διηγούμουν αυτήν την παράξενη ιστορία σε τρίτους ένα σύνθημα πάντα είχα στο μυαλό μου. Το είχα διαβάσει σε έναν τοίχο κάποια στιγμή κι από τότε οι σκέψεις μου για σένα ξεκινούσαν κάπως έτσι: «Έφευγε και πέθαινα, ερχόταν και με σκότωνε». Μακάρι να είχα ανακαλύψει ποιος το έγραψε πρώτος και να του μιλούσα για την ταύτιση που με έκανε να νιώσω.

Κανένας έρωτας δε ζει για πάντα αν δε διατηρηθεί απ τα μέλη του όμως. Ίσως τελικά και κανένας έρωτας να μη ζει για πάντα όπως και να ‘χει. Μάλλον γι’ αυτό σκοτώσαμε η μία την άλλη. Για να μη σκοτώσουμε ό,τι γεννήθηκε ανάμεσά μας κάποτε.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη