Όταν μιλάμε για συναισθήματα δεν υπάρχουν συνταγές ή οδηγίες χρήσεις. Όσο κι αν επικαλούμαστε τη λογική ώστε να διατηρήσουμε μια ισορροπία είναι πολύ δύσκολο να την ακολουθήσουμε, τελικά -ειδικά αν αυτά τα συναισθήματα αφορούν έναν έρωτα ή και μια μεγάλη αγάπη.

Κάθε απώλεια είναι ένα πένθος. Και κάθε πένθος αποτελεί ένα σοκ. Για κανέναν δεν είναι ευχάριστο να χάνει απ’ τη ζωή του ανθρώπους οι οποίοι κάποτε σήμαιναν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα πάντα για τον ίδιο. Κάπως έτσι μας είναι πάρα πολύ δύσκολο να παραδεχτούμε και να αποδεχτούμε καταστάσεις οι οποίες θα σήμαιναν στην πράξη ένα χωρισμό ή έστω έναν αποχωρισμό.

Για έναν πρώην ερωτευμένο δεν είναι εύκολο να παραδεχτεί πως η φλόγα ανάμεσα στον ίδιο και το ταίρι του έχει πια χαθεί. Αναπολεί στιγμές τους τότε που ακόμη έβλεπε ο ένας τον άλλον κι ανατρίχιαζαν μόνο με την ιδέα των επικείμενων αγγιγμάτων τους. Θυμάται τις πρώτες ματιές και τα βλέμματα που ανέβαζαν τη θερμοκρασία μεταξύ τους στα ύψη. Σκέφτεται τις αφοπλιστικές αμηχανίες της αρχής όπου η επιθυμία δεν είχε δώσει ακόμη τη θέση της στην απόλυτη οικειότητα. Ανασύρει ατάκες κι υπονοούμενα, χαμόγελα πονηρά, ανάσες κοφτές και γρήγορες, φιλιά που ήταν αρκετά από μόνα τους να καυλώσουν ως και τις ψυχές τους. Νοσταλγεί το πάθος τους που δε λογάριαζε τίποτε προκειμένου να εκδηλωθεί. Και του λείπουν όλα αυτά. Πολύ. Μα είναι δύσκολο να παραδεχτεί πως τα έχει χάσει γιατί μαζί τους θα πρέπει να αποδεχτεί πως θα χάσει και τον άνθρωπο που πλέον αγαπάει και με τον οποίο μοιράστηκε αυτά κι άλλα τόσα μετά από αυτά.

Ή θα καταλήξει να παραμυθιάζεται πως όλα είναι καλά μέχρι να μην αντέχει πια άλλο, λοιπόν, κι ώσπου να προκύψει κάτι στη ζωή του που να μην μπορεί να παραβλέψει ή θα αντιμετωπίσει μια κι έξω την πραγματικότητα κι ό,τι βγει. Τραβώντας σαν τσιρότο την αλήθεια από πάνω του για να πονέσει όσο πιο «στιγμιαία» γίνεται. Τι πονάει, όμως, περισσότερο στ’ αλήθεια; Να χάνεις κάτι που είχες ή να παραμυθιάζεσαι πως έχεις ακόμη κάτι που έχασες; Οι απόψεις διχάζονται και σίγουρα δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι θα κατέληγε να κάνει αν δεν του συμβεί κάτι παρόμοιο. Ίσως είναι και στον άνθρωπο. Όμως, σίγουρα, δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτος γιατί οι άμυνες των ανθρώπων απέναντι στη θλίψη και το κενό είναι από μόνες τους μια άβυσσος. Σε αυτές, εξάλλου, βασίζεται κι η γνωστή ελπίδα κάθε ερωτευμένου που ερμηνεύει όλες τις κινήσεις της καψούρας του κατά πώς θα βόλευαν τον ίδιο.

Θα έλεγε κανείς ότι το να διαιωνίζεις μια κατάσταση που δεν τραβάει εθελοτυφλώντας απέναντι στο τέλος της που έχει ήδη προκύψει είναι ένας τρόπος να προστατευτείς απ’ τον πόνο. Γιατί, όμως, το σαράκι της πραγματικότητας –το οποίο έχεις μέσα σου κι απλώς δε θέλεις να το δεις– θεωρείται λιγότερο επώδυνο απ’ την αποδοχή του τέλους; Είναι πολύ ψυχοφθόρο το να τραβάς απ’ τα μαλλιά μια σχέση προσπαθώντας να πείσεις τον εαυτό σου ότι είναι όλα όπως ήταν ενώ κατά βάθος ξέρεις πως δεν ισχύει κι αυτό σου κατατρώει τα σωθικά λίγο-λίγο κάθε μέρα. Αυτού του είδους η άμυνα μπορεί να καταλήξει σε κάτι αρρωστημένο και για τους δυο.

Όσο διαρκεί το παραμυθάκι που προσπαθείς να διατηρήσεις με νύχια και με δόντια ώστε να μην γκρεμιστεί μαζί με αυτό κι ο άνθρωπος που αγαπάς, εσένα κάτι σε φθείρει. Κάτι σου λείπει, κάτι δεν έχεις, ψάχνεσαι και το μεταξύ σας κουράζεται όλο και πιο πολύ γιατί, τελικά, μόνο εκεί δεν είσαι γι’ αυτή τη σχέση, αφού το μυαλό σου πετάει σε όσα είχες κι όσα θα ήθελες.

Οι πειρασμοί αυξάνονται, τα βράδια είστε δίπλα μα σκέφτεται ο καθένας τα δικά του και τελικά καταλήγεις να πονάς κάθε μέρα κι από λίγο μαζεύοντας μέσα σου όλα όσα δε θέλεις να αντιμετωπίσεις. Προσπαθείς να μοιράσεις τον πόνο σε διάρκεια χωρίς ουσιαστικά να σώζεις την κατάσταση.

Έτσι, όμως, ούτε το τέλος θα καταφέρεις να αποφύγεις κι επιπλέον θα έχεις καθυστερήσει και τους δυο από την ευκαιρία να πάτε παρακάτω και να βρείτε κάτι που πια να σας ταιριάζει περισσότερο σε αυτόν τον τομέα. Άσε που όσο πιο πολλά μαζεύει κάποιος μέσα του τόσο πιο ολέθρια είναι η έκρηξή του στο τέλος.

Με αυτόν τον τρόπο παίζεις κορώνα γράμματα και τη συμπεριφορά σου. Γιατί όποιος επιλέγει να εθελεοτυφλεί υπάρχουν πολλές πιθανότητες να κάνει στο τέλος μαλακία που θα πληγώσει ανεπανόρθωτα τον άλλον και κατ’ επέκταση και τον ίδιο. Όταν δεν είσαι ειλικρινής με τα συναισθήματά σου καταλήγεις να τα θες όλα δικά σου. Μόνο που δε χωράνε δυο καρπούζια κάτω από μια μασχάλη, που λέει κι η παροιμία. Αν σου λείπει ο έρωτας, αλλά δε θέλεις να χάσεις και την αγάπη του συντρόφου σου πιθανότατα κάποια στιγμή να προσπαθήσεις να συνδυάσεις και τα δυο, αλλά προφανώς όχι μέσα απ’ τον ίδιο άνθρωπο. Και κάπως έτσι γίνεσαι ένας ωραιότατος μαλάκας που αντί να αποφύγει τον πόνο του τέλους γαμάει ανεπανόρθωτα ό,τι είχε μείνει από δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν τουλάχιστον να σώσουν την αγάπη τους.

Το ίδιο ισχύει και για όσους δεν μπορούν να αποδεχτούν ένα χωρισμό που έχει ήδη συμβεί και πρακτικά. Όταν φεύγει ο ένας απ’ τους δύο αφήνοντας τον άλλον πίσω ενώ εκείνος νιώθει ακόμη πράγματα υπάρχει ο κίνδυνος να εγκλωβιστεί ο τελευταίος μέσα στις φρούδες ελπίδες επανασύνδεσης που θα δημιουργεί το μυαλό του ώστε να μην καταρρεύσει. Παγιδεύεται έτσι μέσα σε έναν τεράστιο φαύλο κύκλο που τον εμποδίζει να συνεχίσει τη ζωή του, θαρρείς και δεν έχει δικαίωμα στον έρωτα και την ευτυχία. Είναι απίστευτο το πόση δύναμη μπορούμε να επιτρέψουμε να ασκήσει πάνω μας ένας άνθρωπος με βάση τα συναισθήματά μας γι’ αυτόν.

Ίσως, λοιπόν, η μέθοδος «τσιρότο» να πονάει φαινομενικά περισσότερο και σίγουρα πιο άμεσα, αλλά η διαιώνιση ενός παραμυθιού μπορεί να αποβεί πιο μοιραία και τελικά ουσιαστικά πιο επώδυνη. Δεν είναι εύκολο να είμαστε πάντα ειλικρινείς με τις απώλειές μας. Δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδεχόμαστε ότι κάτι το οποίο αποτελούσε κάποτε το ομορφότερο κομμάτι της ζωής μας πλέον έχει μετατραπεί σε κάτι που δε μας καλύπτει ή δεν είναι πια εδώ.

Συνήθως, αυτό συμβαίνει πιο άμεσα στα ερωτικά, όμως, μπορεί να παρατηρηθεί σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Τουλάχιστον, η ειλικρίνεια θα μπορούσε να διατηρήσει τις αξιοπρέπειές μας και τα εναπομείναντα συναισθήματά μας ακέραια. Ασχέτως που μόνο στη θεωρία είμαστε όλοι απόλυτα ειλικρινείς.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη