«Θέλω να μείνουμε φίλοι» είπαμε ή μας είπαν. Πώς ακούγεται; Σαν φθηνή, πολυφορεμένη δικαιολογία εκείνου που δεν τρέφει κανένα απολύτως συναίσθημα πλέον; Σαν εύκολη, πολυχρησιμοποιημένη, προβλέψιμη έξοδος διαφυγής εκείνου που είναι «όπου φύγει, φύγει»; Ή μήπως σαν έναν τρόπο να μας κρατήσουν στη ζωή τους εκείνοι που μας χωρίζουν;  Ίσως ναι, αλλά ίσως κι όχι. Ίσως μάθαμε στην καχυποψία και ξεχάσαμε πως στις σχέσεις μας, ακόμα και σε εκείνες που έληξαν άδοξα κι ατυχώς, υπήρξαν κάποτε μπόλικα, έντονα κι ειλικρινή συναισθήματα.

Φίλοι; Μα πώς γίνεται να μείνουν φίλοι ο φυγάς κι ο ερωτοχτυπημένος; Πώς γίνεται να μείνουν φίλοι ο «φτου ξελευθερία» κι ο «σε θέλω ακόμη»; Και πώς γίνεται να αποζητούν, τέλος πάντων, να μείνουν φίλοι εκείνοι που δεν μπορούν να είναι ζευγάρι; Τι τους δένει και τι τους χωρίζει, τελικά; Μήπως απλά δεν ξέρουν αν είναι σίγουροι για την απόφασή τους και θέλουν να αφήσουν ζωντανή μια κατά τα άλλα ημιλιπόθυμη πιθανότητα επανασύνδεσης;

Άλλο «φεύγω» κι άλλο «δε θέλω να μείνω». Δε χωρίζει πάντα εκείνος που επιθυμεί να πάει κάπου αλλού. Είναι φορές που την αυλαία τη ρίχνει αυτός που θα ‘θελε πολύ να μείνει στη σκηνή, αλλά δεν έμειναν πια θεατές για το ρόλο του. Δε θα σταματήσει, όμως, ποτέ να αγαπά το σανίδι. Θα το παραχωρήσει απλά στους επόμενους, γιατί εκείνον δε φάνηκε να τον σηκώνει, κατάλαβες;

Άλλο φίλοι κι άλλο ζευγάρι. Άλλες προσδοκίες, άλλες δεσμεύσεις, άλλα κουμπώματα κι άλλη χημεία. Άλλα συστατικά, άρα κι άλλη συνταγή. Λήγουμε μια ερωτική σχέση δε σημαίνει πως λύνουμε έτσι απλά κι όλα όσα μας έδεσαν. Όσα κι αν χωρίσουμε στα δύο, αυτά που φτιάξαμε μαζί δεν ξεδιαλύνουν τόσο εύκολα. Γιατί δεν ξέρουμε, τελικά, τι ανήκε σε ποιον, τι έδωσε ο καθένας για να γίνει. Άρα παίρνουμε πίσω ένα κομμάτι απ’ το ίδιο υλικό που παίρνει κι ο άλλος. Κι αν και χωρισμένοι, μοιραζόμαστε ακόμα κάτι κοινό, κατάλαβες;

Άλλο έρωτας κι άλλο αγάπη. Εκτίμηση. Υλικό σπάνιο, δυσεύρετο και μεγάλης αξίας. Όταν φύγει ο έρωτας δεν την παίρνει μαζί του. Η εκτίμηση μένει όσο μένει ο άνθρωπος κι όσο μένουν τα διαπιστευτήρια που αποδεικνύουν την ύπαρξή της. Δε χωρίζει πάντα αυτός που μισεί, που χάνει πάσα ιδέα για τον άλλον, αυτός που μετανιώνει ή αυτός που απαξιεί. Χωρίζει κι εκείνος που εκτιμά όσα του δόθηκαν, αλλά έχασε την επιθυμία να δίνει∙ κατάλαβες;

Το «θέλω να μείνουμε φίλοι» ίσως είναι μια κρυφή ανάγκη να μη χάσουμε απ’ τη ζωή μας εκείνους που κάποτε κουβαλούσαν για εμάς όλο το νόημά της.  Ο χρόνος, η φθορά, οι πειρασμοί, η ζήλια, τα νεύρα πήραν από εμάς τον έρωτα, αλλά δε μας πότισαν με αμνησία. Κι όσο μπορούμε ακόμα στα μάτια τους να βλέπουμε όσα ζήσαμε κι όσα ονειρευτήκαμε κάποτε πως θα ζούσαμε, θα διατηρούν για εμάς άλλη αξία απ’ τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Κι επειδή δε γνωρίζουμε πώς, τέλος, πάντων λέγονται οι πρώην που θέλουμε να παραμείνουν κοντά μας, τους δώσαμε τον προσδιορισμό «φίλοι».  Αποζητάμε την παρέα τους, τη συμβουλή τους, ένα τηλεφώνημα πού και πού ή έναν καφέ, γιατί μας ξέρουν και τους ξέρουμε όπως κανέναν.  Αποζητάμε να μαθαίνουμε πως είναι καλά, γιατί το αξίζουν εκείνοι. Αποζητάμε να μη μας μισήσουν, γιατί δεν το αξίζουμε εμείς.

Μάλλον, τελικά, το «θέλω να μείνουμε φίλοι» ακούγεται καλύτερα ως «δε θέλω να γίνουμε δυο ξένοι»∙  κατάλαβες;

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη