Έφυγες. Και τι κατάλαβες, μωρέ, που έφυγες; Εμένα με σκέφτηκες καθόλου; Το είχες υποσχεθεί, πάντα εδώ θα ήσουν, δίπλα μου. Αλλά την αθέτησες την υπόσχεσή σου. Έτσι, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς να μου αφήσεις χρόνο να αντιδράσω, να το επεξεργαστώ, να φανταστώ το χειρότερο σενάριο και να ελπίσω ότι δε θα πραγματοποιηθεί, ώσπου να με φέρει η ζωή προ τετελεσμένου.

Ίσως, όμως, να ήταν και καλύτερα έτσι. Ίσως να μην έπρεπε να σε δω να φεύγεις χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι για να σε κρατήσω, ίσως να ήταν προτιμότερο να σε θυμάμαι όπως ήσουν, η τελευταία σου εικόνα να έπρεπε να ήταν γεμάτη ζωή. Ίσως να ήταν πολύ πιο επώδυνο και, γαμώτο, δεν μπορώ να φανταστώ κάτι να πονάει περισσότερο.

Σου τα ‘χω πολλά μαζεμένα, να ξέρεις. Με αναγκάζεις να συμβιβαστώ με την απώλειά σου και να προσαρμοστώ με το στανιό σε μια κατάσταση που δεν είχα φανταστεί ως τώρα. Με είχες πείσει πως θα έμενες εδώ, πως θα ήσουν εκεί. Με άφησες πελαγωμένη να μην ξέρω από πού μου ήρθε, να μην απολαμβάνω το παρόν και να φοβάμαι για το μέλλον.

Με έχεις κάνει έξαλλη. Μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όταν σκέφτομαι ότι χτυπάει το γαμημένο το τηλέφωνο και δε θα δω ποτέ πια το δικό σου νούμερο. Που δε θα ξαναδείς καμία αλλαγή πάνω μου, που θα λείπεις στα γενέθλιά μου, που δε θα με δεις να κάνω οικογένεια και που πλέον δε σου δίνω αναφορά για τίποτα.

Μου την έφερες πολύ άσχημα. Προσπαθώ να ξαναφέρω εκείνο το απόγευμα στο μυαλό μου. Τις πρώτες μέρες δεν είχα καθαρή μνήμη, εξάλλου έγιναν όλα υπερβολικά γρήγορα. Το τηλεφώνημα, τα νέα, η πίστη στο θαύμα, οι εξελίξεις, το τέλος. Είναι απίστευτο το πόσο δε δέχεται το μυαλό ό,τι δε θέλει να δεχτεί, ως και το τελευταίο δευτερόλεπτο, μέχρι να γίνει τελεσίδικο. Κι είναι ακόμα πιο απίστευτες οι αντιδράσεις του στο μετέπειτα.

«Αλί σ’ αυτούς που μένουν πίσω», έλεγε η γιαγιά μου και πολλές άλλες, φαντάζομαι. Εσύ καλά τη γλύτωσες από όλα. Καμιά σκοτούρα πλέον, κανένα άγχος, έκανες ένα τσαφ και την έκανες. Δεν ξέρω τι ισχύει για το μετά, αν υπάρχει κάτι, αν μας «βλέπουν» και μας «προστατεύουν» ή αν όλα τούτα τα μεταφυσικά είναι ανθρώπινες επινοήσεις για να μην αποδεχτούμε πως δεν υπάρχει τίποτα απ’ τον άνθρωπό μας, πουθενά. Πάντως, αν ισχύουν και σε πετύχω πουθενά, τρέχα να κρυφτείς από τώρα γιατί θα σου σούρω τα εξ αμάξης.

Μου λείπεις. Και περισσότερο με τρομάζει πως ξέρω ότι δε μου λείπεις ήδη αρκετά. Ταξιδάκι είσαι και θα γυρίσεις, λίγη υπομονή ακόμα. Κάποιοι θα το πουν άρνηση, κάποιοι πως είναι ακόμα νωρίς και κάποιοι –που ξέρουν– δε θα πουν τίποτα, καθώς γνωρίζουν πως με κάποια κενά μόνο συμβιβάζεσαι. Δεν κλείνουν όλες οι πληγές, κάποιες ράβονται άτσαλα και με το παραμικρό ξανανοίγουν.

Μου λείπεις και θα μου λείπεις και θα μας λείπεις. Σε λίγο θα γελάσουμε ξανά με την καρδιά μας, θα βγαίνουμε έξω με παρέες και θα συνεχίσουμε να είμαστε ευδιάθετοι κι όταν μένουμε μόνοι μας. Θα χτίσουμε καινούρια ρουτίνα. Σε λίγο θα σε θυμόμαστε και θα χαμογελάμε, δε θα προσποιούμαστε ότι κάτι μπήκε στο μάτι μας.

Ήταν τόσα που δεν προλάβαμε κι άλλα τόσα που είμαι ευτυχισμένη που τα προφτάσαμε. Να μιλήσουμε, να εξηγήσουμε, να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε, να δώσουμε αγάπη και να συγχωρέσουμε. Μπορείς να είσαι περήφανος, μ’ όλα μας τα στραβά, έφτιαξες καλούς ανθρώπους -ή έτσι λένε τουλάχιστον. Μάθε πως όσα δίδαξες είναι εδώ. Και να ξέρεις πως αγαπήθηκες πολύ και πως δε θα ξεχαστείς.

Αντίο, όπου και να είσαι να προσέχεις και περνάς καλύτερα από ό,τι εδώ.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Δούκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη