Η κοινωνία είναι μια σχέση αλληλεξάρτησης των ανθρώπων και οι διαφορετικές συνήθειες, αντιλήψεις, ιδέες και κοινωνικές θέσεις, είναι αυτές που κρατούν τον πυρήνα της δυνατό, πάνω στον οποίο χτίζονται όλα τα υπόλοιπα που την απαρτίζουν και τη συμπληρώνουν. Άλλωστε δε θα μπορούσε να υφίσταται κοινωνία αν ήμασταν όλοι ίδιοι.

Ένας από τους κλάδους της Παιδαγωγικής και της εκπαίδευσης που ακούγεται σχεδόν καθημερινά και τα τελευταία χρόνια έχει γνωρίσει σημαντική άνθηση, είναι η Εκπαίδευση Ενηλίκων. Συχνά συνομιλώ με ανθρώπους, οι οποίοι προφανώς κι έχουν ακούσει τον όρο, αλλά δε γνωρίζουν περισσότερες πληροφορίες για το τι είναι, πράγμα απόλυτα φυσιολογικό, καθώς τα Μ.Μ.Ε, αλλά κι εμείς ως άνθρωποι, δεν ασχολούμαστε και τόσο με τον εν λόγω κλάδο.

Ας δώσουμε επιτέλους έναν απλό και σαφή ορισμό. Ως εκπαίδευση ενηλίκων, ορίζουμε τον κλάδο της παιδαγωγικής και της εκπαίδευσης, που απευθύνεται αποκλειστικά σε άτομα που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους κι επιθυμούν να δεχθούν τη μόρφωση, την οποία είτε διέκοψαν για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, είτε δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της νωρίτερα, είτε δεν είναι σε επαρκή ακαδημαϊκό επίπεδο και θέλουν να ανέβουν μαθησιακή βαθμίδα. Πολλές φορές, θα ακούσουμε να ορίζεται κι ως «σχολείο δεύτερης ευκαιρίας».

Τα σχολεία αυτά, λειτουργούν για να παρέχουν τη μάθηση στους ενήλικους πολίτες που επέλεξαν μετά από χρόνια να επιστρέψουν στα έδρανα, για να ξαναχτίσουν ό,τι πιθανώς γκρέμισαν ή δεν έχτισαν νωρίτερα στη ζωή τους. Οι γνώσεις και οι δυνατότητες που παρέχουν τα σχολεία ενηλίκων δεν είναι απλές, αντίθετα προσφέρουν πολλές δυνατότητες βελτίωσης κι ανέλιξης των μαθητών τους. Το πρόγραμμα σπουδών που ακολουθούν είναι το ίδιο με αυτό που υιοθετούν και τα σχολεία των παιδιών, αλλά εντοπίζονται ορισμένες διαφορές είτε προς τον τρόπο που διδάσκεται το μάθημα, είτε στην ύλη που ακολουθεί ο εκπαιδευτικός. Φυσικά αυτό συμβαίνει, διότι τα εκπαιδευτικά μαθήματα λαμβάνουν χώρα κατά τις απογευματινές με βραδινές ώρες και προφανώς οι εμπλεκόμενοι στη μόρφωση ενήλικοι, αισθάνονται κόπωση και οτιδήποτε άλλο από την πρωινή τους εργασία. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι μια δύσκολη απόφαση γι’ αυτούς που απαιτεί χρόνο και κόπο.

Το κύριο χαρτί των σχολείων αυτών, είναι πως βοηθούν τους μαθητές τους να λάβουν συγκεκριμένη γνώση πάνω σε ένα συγκεκριμένο εργαλείο ή τέχνη, με τα οποία θα μπορούν κάλλιστα να ασχοληθούν στη μετέπειτα επαγγελματική τους ζωή, όχι μόνο για να βγάζουν τα προς το ζην, αλλά και για να τα εξελίξουν παραπάνω άμα μπορέσουν και θελήσουν. Παρέχουν εξειδίκευση σε τέχνες όπως η ηλεκτρολογία, η γεωπονία, η τέχνη του υδραυλικού, του μηχανικού αυτοκινήτων κι άλλες πολλές που μπορείς να ασχοληθείς επαγγελματικά. Σημαντικός παράγοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η καλή επικοινωνία και συνεννόηση εκπαιδευτικού μαθητή, το οποίο βεβαίως οφείλεται και στη μικρή διαφορά ηλικίας που υπάρχει ανάμεσα στους δύο. Ο μαθητής ξέρει τι θέλει, γνωρίζει τον σκοπό για τον οποίο επέλεξε να περάσει ξανά αυτή τη διαδικασία, έχει στόχους και ο καθηγητής, κατανοεί πλήρως τις ανάγκες των μαθητών του, ξέρει πολύ καλά ποια είναι αυτά που πρέπει να τους διδάξει κι έτσι διατηρείται ένα πρόσφορο για μάθηση κλίμα.

Δε θα μπορούσαν όμως να λείπουν και οι στερεοτυπικές αντιλήψεις γύρω από αυτό τον τύπο εκπαίδευσης. Σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, όπου όλοι θέλουμε να δείχνουμε τέλειοι κι αλάνθαστοι, συχνά οι μαθητές των σχολείων δεύτερης ευκαιρίας φοβούνται να αναφέρουν ότι φοιτούν εκεί, διότι θεωρούν ότι είναι πολύ πιθανό να πέσουν θύματα κοροϊδίας από τους συνομιλητές τους. Κι είναι απόλυτα φυσιολογικός ο φόβος αυτός. Από τις μικρές ηλικίες, μας κάνουν πλύση εγκεφάλου λέγοντάς μας «πήγαινε σχολείο», «διάβαζε», «πάρε καλούς βαθμούς», «σπούδασε δικηγόρος ή γιατρός». Όταν σαν χώρα υιοθετούμε την αντίληψη στη νέα γενιά ότι πρέπει να σπουδάσουν ένα επάγγελμα που θα τους δίνει λεφτά και κύρος, ενώ μπορεί να μην τους αρέσει, ασυναίσθητα τους οδηγούμε στο να αναζητούν πάντα την επιβεβαίωση και να είναι τέλειοι. Όχι τέλειοι για τον εαυτό τους, αλλά τέλειοι για τα μάτια των άλλων.

Θα πρέπει λοιπόν να ωθούμε τα παιδιά να κάνουν αυτό που θέλουν και θεωρούν ότι τους ταιριάζει. Είναι πιθανότερο να θριαμβεύσουν σε κάτι μικρότερο το οποίο τους αρέσει, παρά σε κάτι μεγάλο που είναι ξένο κι αδιάφορο. Ας προσπαθήσουμε επομένως να καταλάβουμε τα παιδιά και να μην τα αναγκάζουμε να καταλάβουν αυτά εμάς. Πολλές φορές, η πίεση φέρνει αντίθετα αποτελέσματα κι οδηγεί στην άρνηση για τη μάθηση και το σχολείο. Ας αλλάξουμε τις αντιλήψεις μας, για να βελτιωθούμε εμείς ως προσωπικότητες και εν τέλει να δούμε μια κοινωνία διαφορετική για τις επόμενες γενιές.

Συντάκτης: Βασίλης Γκιλιόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου