Συγγνώμη που σήμερα το πρωί σε έκανα να αργήσεις στη δουλειά σου, επειδή είχα κλειστεί στην τουαλέτα και με περίμενες υπομονετικά απ’ έξω. Μη νομίζεις πως δεν ξέρω ότι περίμενες. Σε άκουγα να μη βγάζεις κιχ, κολλημένος πίσω απ’ την πόρτα. Και μη νομίζεις πως δεν ξέρω τον λόγο που περίμενες. Έχουμε κι άλλη τουαλέτα.

Συγγνώμη και για χθες που σε άφησα μόνο σου, να τριγυρίζεις από δωμάτιο σε δωμάτιο όλη μέρα. Να σέρνεις τα πόδια σου στο παρκέ, βαριά, απ’ τη βαρεμάρα. Απ’ την κούρασή μου που έγινε και δική σου. Αχ, πόσο κουρασμένη ένιωθα χθες. Ήθελα μόνο να κοιμάμαι. Να μην ξυπνήσω ποτέ. Αλλά εσύ με ξυπνούσες. Για να μου πεις ότι πρέπει να φάω. Για να με σκεπάσεις. Για να μου πεις ότι με αγαπάς. Και να μου σπάσεις τα νεύρα. Να με εκνευρίσεις. Να με κάνεις έξω φρενών.

Συγγνώμη για χθες το βράδυ. Που ξύπνησα όταν εσύ ήθελες να κοιμηθείς. Αλλά έπρεπε να σπάσω όλο το σπίτι. Να σου σπάσω τα μούτρα. Και σου επιτέθηκα, γιατί μου λες ψέματα! Δεν είμαι ηλίθια για να το πιστέψω. Άκου εκεί με αγαπάς! Γιατί να με αγαπάς; Για τα ρολά που κρατάω κατεβασμένα όλη μέρα μέσα στο σπίτι; Για τις βόλτες που δεν έχω καμία διάθεση να κάνουμε; Για τα αχτένιστα μαλλιά μου που δεν έχω δύναμη να περάσω τη βούρτσα ανάμεσά τους; Μη μου λες, λοιπόν, εμένα ότι με αγαπάς. Δεν υπάρχει τίποτα να αγαπήσεις πάνω μου. Μη μου το ξαναπείς, γιατί θα σου χιμήξω και θα σε χτυπήσω με όλη μου τη δύναμη. Με μανία. Με τα χέρια μου και τα πόδια μου και τη γλώσσα μου. Μέχρι να πονέσεις. Εσύ, γιατί εγώ δε νιώθω τίποτα. Μόνο θυμό.

Κι αυτός ο θυμός με γεμίζει και με κάνει ανίκητη. Αναίσθητη. Θα μπορούσα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, να το σπάσω, να γεμίσω το πάτωμα με τα αίματά μου. Και δε θα το ένιωθα. Μέχρι να με σηκώσεις. Να μου βάλεις γάζες και να καθαρίσεις το πάτωμα για να μην το βλέπω. Και τότε τα νιώθω όλα. Όλον τον πόνο του κόσμου. Στο κεφάλι μου. Που δεν έσπασε ούτε αυτή τη φορά. Γιατί τόσο άχρηστη είμαι. Τόσο λίγη. Τόσο ανίκανη.

Συγγνώμη γι’ αυτό. Δε θα σου φτάσω ποτέ. Δεν είμαι αρκετή για ‘σένα. Και δε θα ‘χεις ποτέ μαζί μου τη ζωή που θέλεις. Τα δικά μου μαλλιά είναι αχτένιστα τις περισσότερες μέρες. Κοιμάμαι με τα ρούχα. Ξυπνάω με μαύρους κύκλους. Ξεχνάω να φάω. Κι άλλες μέρες δεν μπορώ να χορτάσω. Δε θα νιώσεις ποτέ περήφανος για εμένα. Δεν έχω κατορθώματα να επιδείξω. Ούτε καν ενδιαφέρον να μιλήσεις μαζί μου. Είμαι βαρετή και κουρασμένη και κουραστική. Δεν έχω φιλοδοξίες όπως εσύ. Θέλω απλά να περνούν οι μέρες. Να περάσω κι εγώ, σαν να μην πέρασα ποτέ εδώ.

Συγγνώμη, αν με αγαπάς. Πραγματικά, λυπάμαι. Θα προτιμούσα να μην.  Θα το καταλάβαινα. Ούτε εγώ δε με αγαπάω. Θα σου πω ένα μυστικό. Με μισώ. Με μισώ περισσότερο από όσο θα μπορούσες να με αγαπήσεις εσύ. Που έτσι κι αλλιώς δε με αγαπάς. Γιατί με κάνεις να με μισώ κάθε φορά λίγο περισσότερο. Κάθε φορά που με σκεπάζεις. Κάθε φορά που μπαλώνεις τις πληγές στα χέρια μου και μου φιλάς τα δάχτυλα. Ενώ τα δικά σου ακόμα πονάνε.

Κάθε φορά που μου λες ότι με αγαπάς. Γεμίζω τύψεις που σε γεμίζω θλίψη. Πέφτω σε κατάθλιψη. Και με πιάνει μανία. Και θέλω να σπάσω όλο το σπίτι. Και φταις εσύ.

 

Συντάκτης: Γιάννα Κατ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη