Στο διπλανό τραπέζι κάθεται μία παρέα κοριτσιών.  Είναι Κυριακή μεσημέρι κι έχουν βγει για το κλασικό, πλέον, brunch. Για την καθιερωμένη ανταλλαγή νέων κι άχρηστων πληροφοριών. Α, και για να ταΐσουν τα social media τους με τα pancakes που άφησαν μίζερα και μισοφαγωμένα στα πιάτα τους. Τα σκάλισαν, τα τρύπησαν, τα ζάλισαν και τ’ άφησαν με την απορία.

Ανάμεσα στα γέλια και τα ρουφήγματα απ’ τα καλαμάκια, ακούγεται σταθερά και μονότονα μία φωνή. Μία γκρίνια σαν υπόκωφη μουσική επένδυση των συζητήσεων. Ενοχλητική. Αλλά αν προσπεράσεις την ενόχληση αυτή που δημιουργεί στα αφτιά σου, τότε θα προσέξεις και τι λέει.

Μιλάει για ένα αγόρι. Μάλλον το αγόρι της. Κι αυτό το κάνει χειρότερο. Τον περιγράφει με λέξεις μικρές, τον δείχνει «λίγο». Λιγότερο από ‘κείνη. Λιγότερο από αυτό που της αξίζει. Παραπονιέται για το «λίγο» των δώρων του, το «λίγο» της διασκέδασης που της προσφέρει. Το «λίγο» του, που δεν της φτάνει. Και πια δε βλέπω ένα κορίτσι που μιλάει για τον σύντροφό της. Βλέπω έναν κουμπαρά χωρίς πάτο. Βλέπω ένα στόμα που δε θα χορτάσει ποτέ. Γιατί το από μέσα είναι κούφιο. Άδειο. Αχανές. Ανασφαλές.

Κι αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να γεμίσεις ένα άδειο κορμί γεμάτο τρύπες. Πόσο «πλούσιος» πρέπει να ‘ναι ένας σύντροφος για να δίνει αδιάκοπα, με τη σέσουλα. Να δίνει χωρίς να του τελειώνουν. Πόσο ανοιχτοχέρης στην καρδιά και πόσο μάλλον κακός ή άπειρος επενδυτής για να πετάει έτσι τα λεπτά του συναισθήματα. Ή απλά ερωτευμένος. Αλλά ο έρωτας είναι πολύς για τους λίγους.

Η κοπέλα δίπλα της την ακούει, χωρίς να την ακούει. Για να ανταμείψει τον εαυτό της για αυτήν την υπερπροσπάθεια, απλώνει το χέρι της στο ξεχασμένο πιάτο της «πολλής λίγης». Βυθισμένη στο «κρίμα κι άδικο» που την πνίγει, δε θα το προσέξει. Άλλωστε το στόμα της είναι κατειλημμένο. Και κρίμα κι άδικο να μείνει φαγητό. Το πληρώσαμε.

«Το πλήρωσα αυτό!», κι από την άμυνα περνάει στην επίθεση. Με μία κίνηση του χεριού της προσγειώνει το χέρι της φίλης της, μαλώνοντάς το που τόλμησε να σηκώσει πιρούνι. Πάνω απ’ το δικό της πιάτο. Αυτό που πλήρωσε κι είναι όλο δικό της. Μέχρι τελευταίου chocolate chip. Δεν πρόκειται να το μοιραστεί με κανέναν. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση στο σύμπαν όλο. Αυτό μας έλειπε τώρα, να τους κερνάει απ’ το πιάτο της. Σε λίγο θα της ζητήσουν να πληρώσει και τα δικά τους. Με τα λεφτάκια της. Που, είτε πολλά είτε λίγα, θα ‘ναι πάντα λιγότερα από αυτά που αξίζει. Που, με τα πολλά και τα λίγα, θα της τα φάνε κι αυτά.

Νιώθει θιγμένη, απογοητευμένη απ’ τη φίλη της που την «πρόδωσε». Όπως και το αγόρι της. Όπως κι οι περισσότεροι άνθρωποι που απλώνουν τα χέρια τους και τις καρδιές τους για να πάρουν από αυτήν. Για να μοιραστούν με αυτήν. Για να ανταλλάξουν εμπιστοσύνες, φιλιά και συζητήσεις. Δε θέλει, βρε αδερφέ, να τους δώσει! Δεν έχει να τους δώσει. Απ’ το υστέρημά της. Γιατί υστερεί. Σε εμπιστοσύνες, φιλιά και συζητήσεις. Γιατί είναι ένας κουμπαράς χωρίς πάτο. Γιατί είναι τσιγκούνα. Μία λέξη που ακούγεται κωμική. Για μία κατάσταση συγκαλυμμένα τραγική. Για μία κατάσταση παθολογική.

Ο τσιγκούνης –ανεξαρτήτως φύλου, φυσικά– δεν είναι ο λιγνός, μακρόστενος, αστείος χαρακτηρισμός που μάθαμε στις παλιές ελληνικές ταινίες. Η καρικατούρα που κάνει τα λεφτά μασούρι και το σακάκι του πέφτει λίγο μεγάλο, με μεγάλα μπαλώματα, σαν κουβέρτα patchwork. Είναι ένας άνθρωπος που πάσχει. Σε μόνιμη κατάσταση φόβου, μήπως και αρπάξουν κάτι από αυτόν. Μήπως και κλέψουν αυτά που έχει. Και κυρίως, αυτά που δεν έχει.

Ο τσιγκούνης άνθρωπος ζει σε απόσταση. Με την ανασφάλεια της εκμετάλλευσης να γεμίζει τις τσέπες του, τους τραπεζικούς λογαριασμούς του και το κρεβάτι του. Αδυνατεί να μοιράζεται. Είτε πρόκειται για το πιάτο του είτε πρόκειται για την καρδιά του. Πόσο μάλλον την καρδιά του.

Λέμε «τσιγκούνης» και γελάμε. Με έναν άνθρωπο που πάσχει. Λέμε «τσιγκούνης» και τον αποστρεφόμαστε. Έναν άνθρωπο που δεν έχει κανέναν να στραφεί, γιατί κανένα δεν μπορεί να εμπιστευτεί.

Τα κορίτσια το σπάνε σιγά-σιγά. Αποχαιρετιούνται μερικά βήματα πιο πέρα απ’ το τραπέζι. Εκείνη έχει ξεμείνει στο τραπέζι. Στο ένα χέρι το κινητό, στο άλλο ο λογαριασμός. Για να ‘ναι σίγουρη ότι δεν έδωσε κάτι παραπάνω.

Για να ‘ναι σίγουρη ότι δεν την έκλεψαν.

 

Συντάκτης: Γιάννα Κατ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη