Θυμάσαι τότε που ήσουν παιδί; Τι θυμάσαι από αυτή την τρυφερή και τόσο αθώα ηλικία; Τι λαχταρούσες τότε; Τι ζητούσε η κατακόκκινη καρδιά σου; Μάλλον το αγαπημένο σου παιχνίδι, το χάδι του μπαμπά, την αγκαλιά της μαμάς, μια βόλτα στο λούνα παρκ, το ποδήλατο στο πάρκο με τους φίλους σου, μια βραδινή βόλτα με το αμάξι, ένα παγωτό χωνάκι σοκολάτα-φράουλα, η μυρωδιά από το παστίτσιο της γιαγιάς που έμπαινε κάτω από την πόρτα του δωματίου σου και σού έσπαγε τη μύτη τις Κυριακές. Οι συζητήσεις μετά τις εξιστορήσεις των παραμυθιών, το απαλό άγγιγμά του γονιού όταν σε σκέπαζε τρυφερά το βράδυ, προσέχοντάς σε τόσο πολύ σαν να ήσουν η πιο ακριβή πορσελάνη.

Δεν ήξερες τότε βλέπεις πως οι μεγάλοι είναι πιο μικροί από σένα. Ναι, πολύ πιο μικροί κι αν όχι στο μυαλό, τότε σίγουρα στην καρδιά αφού καθόλου χρόνο δεν έχουν για να μετρούν παγωτά ή μπάνια πια. Το θεωρούν σπατάλη. Και μετά ερωτεύονται και γίνονται πάλι παιδιά στην καρδιά και τούς αρέσει ξανά να κρατιούνται χέρι χέρι, να κάνουν παρέα, να μιλούν για τα σχέδιά τους και να κοιτούν τον ουρανό μήπως και πετύχουν κάποιο αστέρι να πέφτει και προλάβουν να ευχηθούν. Μήπως προλάβουν να πουν στο αστέρι που τόσο γρήγορα πέφτει και χάνεται πως αυτό που θέλουν σαν τρελοί είναι να διατηρήσουν αυτή την αφέλεια που ξύπνησε μέσα τους  ο έρωτας. Εκείνη που νομίζουν για αφέλεια, μιας κι επιλέγουν να ξεχνούν.

Αφέλεια λοιπόν βάφτισαν οι μεγάλοι την ευτυχία γιατί δεν μπορούσαν να δεχτούν πως είναι ανίκανοι να τη διατηρήσουν. Εκείνη και την παιδικότητά τους. Γι’ αυτό οι άνθρωποι αναζητούν τον έρωτα και τον έχουν θεοποιήσει, γιατί τους ξύπνα μια παιδικότητα που είχε πέσει σε λήθαργο, σε ύπνο βαθύ. Και μετά παύουν να ερωτεύονται και σκληραίνουν ακόμη πιο πολύ, ακριβώς γιατί απομακρύνονται για άλλη μια φορά από τα απλά, μικρά και ουσιώδη που σκορπούν ευτυχία. Κι επιλέγουν πάλι να ξεχάσουν. Μα δεν ξεχνούν τον έρωτα ή τον πρώην σύντροφό τους που τούς πλήγωσε. Ξεχνούν τον εαυτό τους.

Κι όταν η πυξίδα είναι χαλασμένη πώς να σε οδηγήσει εκεί που θέλεις να πας; Άδικος κόπος, αρκεί να το καταλάβεις και κάτι να κάνεις. Αν σκεφτείς τον εαυτό σου την τελευταία φορά που ήσουν ευτυχισμένος θα δεις ότι καμία σχέση δεν είχε το συναίσθημα αυτό με τα υλικά αγαθά για τα οποία αγωνιούν καθημερινά οι άνθρωποι. Δε θα θυμηθείς το ακριβό αμάξι, αλλά το ποιος καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Δε θα θυμηθείς το μεγάλο, πολυτελές σου σπίτι, μα με ποιον μοιράζεσαι ένα πιάτο φαΐ στην τραπεζαρία. Δε θα θυμηθείς το ακριβό σου ρολόι, μα θα θυμηθείς ποιος σού το πρόσφερε ή τι συνέβαινε τότε που το αγόρασες στη ζωή σου. Ούτε τα χρήματα που έχεις στην τράπεζα ή στο πορτοφόλι σου θα θυμηθείς κι όχι γιατί είναι αμελητέα, μα γιατί οι άνθρωποι πιο πολύ από αυτά, χρειάζονται να νιώθουν τα χέρια, τα ζεστά μάγουλα, τα χείλη. Χρειάζονται ανθρώπους να τους αγαπούν, να τρώνε μαζί τους παγωτά και να μετράνε μπάνια.

Πιο πολύ από όλα χρειάζονται όλα όσα ήθελαν ως παιδιά. Χρειάζονται παιχνίδι, άπειρες αγκαλιές, κανάκεμα, γέλιο, καθοδήγηση για τα όσα δε γνωρίζουν. Χρειάζονται φροντίδα. Χρειάζονται αυτό το παστίτσιο της γιαγιάς κι αυτό το χάδι στο κεφάλι του μπαμπά, να τους πει, χωρίς λόγια, να μη φοβούνται γιατί όλα θα πάνε καλά. Κι ας μην πάνε. Αρκεί η δύναμη από τα λόγια. Ή μάλλον από την παρουσία.

 

Σ’ εσένα που μού προσέφερες μια παιδική ηλικία γεμάτη παρ_ουσία.

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου