«Έχουν οι άνθρωποι διαφορετικές προσωπικότητες;»

Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να δώσει ο καθένας, αν σκεφτεί τον τρόπο που «διαφημίζει» τον εαυτό του με βάση τους ανθρώπους που βρίσκονται στο περιβάλλον του. Μήπως προσαρμοζόμαστε στις προσδοκίες των άλλων; Μήπως ακολουθούμε τους κανόνες των «πρέπει» που μας έχουν γαλουχήσει, οπότε το «απλώς να είσαι ο εαυτός σου» αποκτά δέκα διαστάσεις;

Ο Δρ. Donald Winnicott, ένας παιδίατρος και ψυχαναλυτής με απίστευτη επιρροή που εργάστηκε από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1970, εξήγησε τη θεωρία του για τον «Αληθινό Εαυτό» και τον «ψεύτικο εαυτό» σε μια εργασία που έγραψε το 1960. Σ’ αυτήν, εξέθεσε την ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορεί ν’ αναπτύξουν έναν «ψεύτικο εαυτό» για να προστατεύσουν τον εσωτερικό, πιο ευάλωτο «αληθινό εαυτό» τους κι ότι μπορεί ακόμη και να το κάνουν σε πολύ νεαρή ηλικία, χωρίς καν να το γνωρίζουν. Πώς όμως αναπτύσσουμε έναν «ψεύτικο εαυτό», ειδικά αν δε γνωρίζουμε καν ότι το κάνουμε;

Ο Dr. Winnicott υποστηρίζει τη σημασία της «μητέρας» (με τον όρο αυτόν αναφέρεται γενικώς στους βασικούς φροντιστές, ανεξαρτήτως φύλου). Οι σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους είναι εξαιρετικά σημαντικές και διαμορφωτικές και για να περιγράψει ακριβώς τον σπουδαίο αυτόν ρόλο έχει επινοήσει και την έκφραση «η αρκετά καλή μητέρα». Περιγράφει τα μωρά ως «αυθόρμητα», που σημαίνει ότι δε σκέφτονται τον τρόπο με τον οποίο ενεργούν, απλώς κάνουν ό,τι χρειάζονται για να αποσπάσουν τη φροντίδα κι επιβεβαίωση από τους φροντιστές τους (πράγμα που επιτυγχάνεται με το κλάμα). Αυτό ακριβώς υποστηρίζει πως είναι και το βασικό στοιχείο του πραγματικού εαυτού μας, για το οποίο «η αρκετά καλή μαμά» κάνει ό,τι μπορεί για να κατανοήσει και να ικανοποιήσει.

 

 

Όταν οι γονείς μας προσπαθούν και πετυχαίνουν να μας ικανοποιήσουν, ταυτόχρονα ενισχύουν την πεποίθησή μας ότι αν φωνάξουμε, τότε κάποιος θα μας ακούσει, θα μας καταλάβει και θα κάνει το καλύτερο δυνατό για να μας βοηθήσει. Επιπλέον, ενισχύεται η εμπιστοσύνη μας ότι οι πιο βασικές κι ειλικρινείς ανάγκες κι επιθυμίες μας, είναι εντάξει. Ένα άτομο με αυτό το είδος επιβεβαίωσης μεγαλώνει νιώθοντας αρκετά σίγουρος ώστε να βγάλει τον «αληθινό εαυτό» του στον πραγματικό κόσμο, ζώντας ανοιχτά.

Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, τα παιδιά αρχίζουν να έχουν αυθόρμητες επιθυμίες κι ανάγκες, αλλά οι γονείς τους δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν επαρκώς (ίσως λόγω ασθένειας ή κατάθλιψης ή απαίτησης των αναγκών των άλλων). Το παιδί θ’ αρχίσει να αισθάνεται ότι οι βασικές και πιο αληθινές ανάγκες κι επιθυμίες του δεν είναι αποδεκτές. Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί θα γίνει αυτό που ο Dr. Winnicott αποκαλεί συμμορφούμενο. Το παιδί δηλαδή θα προσαρμόσει τη συμπεριφορά του χωρίς καν να το σκεφτεί συνειδητά. Αυτή η συμμόρφωση με το περιβάλλον του είναι η προσπάθεια του παιδιού να προστατεύσει τον εαυτό του από περαιτέρω ανεπάρκεια ή απογοήτευση. Καλύπτει τις αρχικές κι αληθινές του επιθυμίες κι έτσι γεννιέται ο «ψεύτικος εαυτός».

Για παράδειγμα, σε μια κατάσταση όπου ένα παιδί φωνάζει με τον τρόπο του: «θέλω προσοχή» κι η «μητέρα» δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί επαρκώς, το παιδί θα προσαρμόσει αυτό που λέει, φωνάζοντας αντ’ αυτού: «Δε χρειάζομαι κανέναν, είμαι μόνος». Αυτή, ωστόσο, θα ήταν η παρουσίαση του «ψεύτικου εαυτού» και κάτω από αυτόν, ο «αληθινός εαυτός» θα εξακολουθήσει να λαχταρά την αγκαλιά.

Θεωρείται, ότι η πιο βασική αίσθηση εαυτού δεν καλλιεργείται από μόνη της, αλλά μέσα σε μια σχέση και συγκεκριμένα μέσα από τις πρώτες μας σχέσεις που είναι αυτές με τους γονείς και την οικογένειά μας. Αυτό συνεχίζεται μεν στην ενήλικη ζωή μας, αφού προσαρμόζεται με βάση τις σχέσεις που κάνουμε καθώς μεγαλώνουμε, αλλά το από πού ξεκινάμε είναι το κρίσιμο βήμα για το πώς θα προχωρήσουμε.

Οι άνθρωποι με πραγματικά ενεργό «ψεύτικο εαυτό» μπορούν, σύμφωνα με τον Dr. Winnicott, να συνεχίσουν να ζουν απόλυτα επιτυχημένες ζωές, αλλά ζωές που βαθιά μέσα τους νιώθουν ανικανοποίητες ή «ψευδείς». Μπορούν επίσης ν’ ανταποκρίνονται πραγματικά στις προσδοκίες των άλλων ανθρώπων απ’ αυτούς, με την ελπίδα να συνδεθούν, αλλά θα μπορούσαν ενδεχομένως να θεωρηθούν επιτελεστικά ή άβολα, με αποτέλεσμα λιγότερο αυθεντικές και λιγότερο ικανοποιητικές σχέσεις. Ο Dr. Winnicott επισημαίνει ότι η ύπαρξη μιας πολύ ισχυρής περσόνας ψευδούς εαυτού, εμποδίζει τους ανθρώπους να ενεργούν σύμφωνα με τον αυθορμητισμό και τις δημιουργικές τους παρορμήσεις, αφήνοντας το άτομο να αισθάνεται αυθεντικό κι άδειο- μερικές φορές με πολύ λίγη ιδέα για το γιατί νιώθει έτσι.

Αν οι σχέσεις είναι αυτές που πρωτίστως διαμορφώνουν την αίσθηση του εαυτού μας, τότε εξίσου μπορούν να μας βοηθήσουν να την αλλάξουμε. Ένας πολύ καλός τρόπος για να ξεμπερδέψουμε τον «ψεύτικο εαυτό» μας από τον «αληθινό εαυτό» μας και ν’ ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη στις ειλικρινείς εκφράσεις μας είναι η επίσκεψη σ’ έναν σύμβουλο ψυχική υγείας. Μέσα σ’ εκείνον τον χώρο, μπορούμε να επιστρέψουμε στα βασικά, να εξερευνήσουμε ανοιχτά τις επιθυμίες μας, ενώ παράλληλα μάς ακούει και μάς κατανοεί ένας θεραπευτής που θέλει να μας βοηθήσει να νιώσουμε ελεύθεροι να είμαστε αυτό που πραγματικά είμαστε.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαρία Παναγή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου