Ο θαυμαστός κόσμος της ποίησης και της λογοτεχνίας έχει δώσει τα ομορφότερα αριστουργήματα στην ανθρωπότητα. Κείμενα, πεζά και ποιήματα που εκφράζουν κάθε είδους συναίσθημα του ανθρώπου. Μια από τις αγαπημένες κατηγορίες αυτών, είναι ο έρωτας. Όταν, δε, αναφέρεται στον ανεκπλήρωτο έρωτα και στα απωθημένα, ένα από τα ποιήματα που μπορούν να τον περιγράψουν καλύτερα, είναι αυτό του Χάινριχ Χάινε, “Sie liebten sich beide” ή αλλιώς «Αγάπαγαν ο ένας τον άλλον». Για να γίνει ακόμα πιο συγκινητικό, είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Κώστα Καρυωτάκη.

Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε, μα δίχως γι’ αυτό να μιλήσουν.

Με μίσος αλλάζανε βλέμματα κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν.

Εχώρισαν έπειτα, φύγανε, μες στ’ όνειρο μόνο ειδώθηκαν.

Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν: εμίσησαν, ή αγαπηθήκαν;

Μέσα σε λίγους μόνο στίχους νιώθεις τη θλίψη και τον πόνο ενός ανεκπλήρωτου έρωτα δυο ανθρώπων που μετά βίας κρατάνε τα κομμάτια τους ενωμένα. Άλλωστε, πόσο επίπονο μπορεί να είναι να καίγεσαι από πόθο και να μη μιλάς; Να νιώθεις τη φωτιά να σε κατασπαράζει, να σε λιώνει από μέσα κι είτε από εγωισμό είτε από φόβο, να σωπαίνεις; Να θρέφεις μέσα σου ένα άγριο ζώο που το κρατάς φυλακισμένο σε ένα κλουβί, που γδέρνει με τα νύχια του την καρδιά σου μέχρι να την ξεσκίσει.

Όταν κι ο άλλος νιώθει το ίδιο κι επιλέγει να μη μιλήσει, τότε το μείγμα είναι εκρηκτικό. «Με μίσος αλλάζουν βλέμματα», μίσος, όχι για τον άνθρωπο που ‘χουν απέναντί τους, αλλά για την αδυναμία τους να σπάσουν τα δεσμά που τους κρατούν καθηλωμένους. Κι όταν η νύχτα πέσει και τα μυαλά χαθούν στη λήθη των ονείρων, όλα αυτά που νιώθουν αποκτούν υπόσταση. Στα όνειρα δεν υπάρχουν περιορισμοί, μα το κυριότερο, δεν μπορεί κανείς να τα ελέγξει και να τα προγραμματίσει. Είναι μια διάσταση όπου κάθε τι που προσπαθείς να κρύψεις και να πνίξεις, ξεπηδάει και γιγαντώνεται. Μεγαλώνει και γίνεται ανεξέλεγκτο κι όσο προσπαθείς να ξυπνήσεις, τόσο βυθίζεσαι πιο βαθιά.

Δυο άνθρωποι λοιπόν, που συναντιούνται κι υπάρχουν μαζί, που μοιράζονται στιγμές που θα ήθελαν να είναι ένα σώμα κι όμως είναι χωριστά. Δυο ψυχές τόσο ίδιες και τόσο μακριά η μια από την άλλη. Συναντιούνται, μιλούν σε μηνύματα και τηλέφωνα, γελούν και πειράζονται, θυμώνουν και μαλώνουν. Τα χρόνια περνούν κι αυτοί εκεί, να βλέπουν τη ζωή να περνάει από μπροστά τους και να χάνεται. Μια ζωή από στιγμές παγωμένες και καρδιές πληγωμένες. Να χωρίζουν και να σμίγουν και να λιώνουν από έρωτα χωρίς να μπορούν να το πουν. Κι όταν έρχεται αυτή η καταραμένη στιγμή να χωριστούν, έστω και για λίγο, ο πόθος γίνεται θυμός κι ένας κρίκος σε μια αλυσίδα περασμένη στον λαιμό τους, που τους πνίγει και τους στερεί το οξυγόνο.

Το τέλος είναι κοντά, μόνο που κανείς δε το καταλαβαίνει πριν να είναι αργά. Είτε από φυσική φθορά, είτε από συνήθεια, είτε από την πάροδο του χρόνου, όλα κάποτε τελειώνουν. Πεθαίνουν όπως ακριβώς γεννήθηκαν, αφήνοντας πίσω ένα ίχνος, μια σκιά. Μια σκιά που μένει να γυρνάει για πάντα μόνη, σ’ έναν κόσμο αλλαγμένο. Κι όλα αυτά γιατί δε βρήκαν ποτέ το κουράγιο να ξεστομίσουν αυτά που λαχταρούσαν στο φως, μέχρι που έγιναν ένα με το σκοτάδι και χάθηκαν ή ξεχάστηκαν.

Δυο άνθρωποι που τελικά δεν έμαθαν αν «εμίσησαν ή αγαπηθήκαν».

Συντάκτης: Αμάντα Δουλγεράκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου