Δεν είναι τίποτα άλλο από το βούλιαγμα στο δικό σου γνώριμο καναπέ με τα πόδια σου να ζεσταίνονται, να ξεκουράζονται και να τεντώνονται αναπαυτικά μετά από μια εξαντλητική μέρα. Μια μέρα που πέρασε με πολύ κόπο και πέρασες και εσύ από μέσα του. Ανακουφίστηκες όταν μπήκες σπίτι και ευχήθηκες να γινόταν να σου βγάλει άλλος τα παπούτσια και να σε βάλει στον καναπέ. Αδέξια, αργά και κουρασμένα έφτασες εσύ όμως. Τα πόδια και όσα μέλη πονάνε, αλλά και όσα δεν είναι τόσο κουρασμένα και απλώς βρήκαν ευκαιρία να λουφάρουν διαλύονται από τη ζέστη. Μόνο το αίμα τους κυκλοφορεί και αυτό ζεστό σχεδόν πηχτό προστίθεται στην όλη ζεστασιά μέχρι που τελικά και εσύ ο ίδιος αφήνεσαι και οι αισθήσεις οι κινήσεις και τα αποτελέσματά τους μπαίνουν στον αυτόματο. Μια παθητική λειτουργία σε όλα και πόσο τη λαχταράς μέσα στην κάθε μέρα που αλλοτριώνει λίγο-λίγο ή μια και έξω χωρίς εισαγωγή ή έλεος. Θες να μη θες, αλλά να μην το ξέρουν οι άλλοι και επειδή δε γίνεται να παταχθεί η επιθυμία που μπήκε μέχρι να βάλεις τις κάλτσες σου και να πεις πως τώρα αρχίζεις να ζεσταίνεσαι σε ένα πρίσμα που κανείς δε δίνει εντολές κανείς δεν τις εκτελεί παρά μόνο υπάρχει ανάμεσα σε αυτές χωρίς να καταλήγει πουθενά. Σαν ύπνος αλλά με τα μάτια ανοιχτά.

Έτσι και με τα ψέματα. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε φορά που τα πίστεψες είτε ήξερες τι πας να κάνεις είτε κατάλαβες μετά είναι αυτό το σαν από μηχανής δώρο ζεστασιάς στον καναπέ, γιατί η αλήθεια θα είναι πάντα η χιονοθύελλα έξω από το παράθυρο και εσύ είσαι μόνιμα ξυπόλητη φτωχή ύπαρξη μπροστά της. Και ο καιρός περνάει σε συνηθίζουν πρώτα. Σε μαθαίνουν πρώτα μέσα και μετά έξω. Πρώτα στα ζωτικά όργανα. Πώς πάλλεται η καρδιά όταν αγκαλιάζει ένα ψέμα, το όποιο ψέμα. Πώς αντιδρά το ήπαρ. Πόσο φουσκώνουν οι πνεύμονες σε κάθε ανάσα που τα προφέρει τα ψέμματα, τα επαναλαμβάνει ή τα φωνάζει. Πόσο δουλεύουν οι νεφροί, αν μεταβολιζόμουν όταν το αίμα παγώνει σε όσα έχουμε να ζήσουμε ή αν απλώς του λένε δεν είναι τίποτα κι αν ζεσταθείς θα περάσει, απλώς κουκουλώσου. Μετά το έξω γίνεται εύκολο αν το μέσα χαρτοποιηθεί. Οι συσπάσεις και τα υπονοούμενα  του προσώπου στα αισθήματα, στους σημαντικούς, στην εγκατάσταση των ψεμάτων, στους ασήμαντους και στη χρήση τους.

Τα βήματα των ποδιών και οι κινήσεις των χεριών αν συντονίζονται, γιατί όσο πιο ρομποτικά τόσο πιο εύκολα ή αν μεσολαβεί σκέψη για να πάνε μπροστά. Τα μάτια αν βλεφαρίζουν ή αν κλαίνε και πόση σημασία να έχουν μιας και δε μας φάνηκαν και πολύ χρήσιμα ως τώρα. Σχεδόν όλες τις φορές απλώς κοιτάνε δεν βλέπουν. Ίσως από εκεί να αρχίζει τελικά και η όλη υιοθέτηση του ψέματος και η βολή του στο κορμί μας. Είναι η πρώτη στάση όταν μας κοιτάνε και οι άλλοι είναι η πρώτη αφετηρία που ξεκινάμε και εμείς να αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει. Τι γίνεται τελικά με αυτό που λέμε ζωή.

Όποια όμως και αν είναι η έναρξη η κατάληξη είναι ίδια. Μέσα μας, πάνω σε μας. Ζούμε με το ψέμα μας, μας ζεσταίνει μας φροντίζει να παραμείνουμε ζεστοί και όταν τελικά δούμε την αλήθεια και φτάσουμε να την πάρουμε στα χέρια μας και να δούμε όντως περί τίνος πρόκειται -όχι όπως πριν στο περίπου και πασαλείμματα και ό,τι βόλευε- μένουμε άφωνοι. Την κανονική αλήθεια, την χοντροκομμένη και την χωρίς στρογγυλές γωνίες και ζεστά σκεπάσματα, αλλά την τόσο λυτρωτική, την τόσο απελευθερωτική, αναζωογονητική και συγχωρητική που εν τελεί για αυτό δεν την αφήνουμε να μας κάνει τίποτα από όλα αυτά. Ξέρουμε ότι κανείς εκεί έξω δεν έζησε κάτι τόσο ιδανικό, άρα γιατί εμείς να το κάνουμε; Μόνο το γδάρσιμο, το τσούξιμο της αλήθειας, μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε έτσι, ούτε οι άλλοι ούτε οι καρδιές τους, ούτε η μάνα μας και η μόνιμη διάθεσή της να κάνει αυτή την κουβέρτα αν χρειαστεί. Και επειδή τόσο καιρό, τόσα χρόνια, τόσες ζωές με ψέματα όταν τελικά τη βρούμε τη βάζουμε και αυτή κάτω από την κουβέρτα.

Είναι άλλη μια ενόχληση της στιγμής απλώς. Δεν είναι η στιγμή μας η στιγμή που περιμέναμε, γιατί πολύ απλά δεν την περιμέναμε. Μετά από τόσα ψέματα η αλήθεια δεν μας κάνει τίποτα πια παρά μόνο κακό. Δε μας ελευθερώνει σε ένα άλλο τόπο που κάνουμε ό,τι γουστάρουμε χωρίς κουβέρτα δεκανίκι, αλλά μας περιορίζει σε μια νέα πραγματικότητα που μας τσακίζει χειρότερα από την προηγούμενη, γιατί στην αλήθεια στέκεσαι μόνος αβοήθητος με ό,τι έχεις και δεν έχεις. Ούτε κουβέρτα, ούτε επιλογή ξεκούρασης. Γι’ αυτό πάρε όποιο δρόμο από αυτούς θέλεις ή φτιάξε και δικό σου που κανένας δε φαντάστηκε πιο πριν. Μπορείς να χειριστείς το ψέμα και την αλήθεια όπως θες. Αρκεί να ξέρεις πάντα από την αρχή ως το τέλος από τα μάτια μέχρι την καρδιά και από τα χείλη μέχρι συκώτι, από το βόλεμα μέχρι το σκότωμα, από την αποχαύνωση μέχρι το ξύπνημα, ότι ήταν μόνο δική σου επιλογή όλα.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.