Καταλαβαίνεις, κάποια στιγμή, –ίσως λίγο πιο αργά από ό,τι ήταν αναμενόμενο, ίσως λίγο πιο νωρίς και πιο απότομα από ό,τι θα σου άρεσε– ότι έχουμε όλοι καταλάβει το παιχνίδι λάθος. Ότι κάτι χάσαμε στην κατανόηση του πώς παίζεται. Κάτι παραλείψαμε και κάτι παρέλειψε εμάς. Κάπου δε μας έκαναν οι κανόνες. Κάπου δεν τους καταλάβαμε και κάναμε ό,τι μας έκαναν, γιατί όλοι έπαιζαν κάπως έτσι και δε θέλαμε να μείνουμε απ’ έξω. Ωστόσο, μείναμε.

Για την ακρίβεια ξεμείναμε κι απ’ έξω και χωρίς κανόνες και χωρίς καμία νίκη και χωρίς ούτε καν ένα πιόνι για την επόμενη κίνηση. Γιατί ποτέ δεν παίξαμε. Ποτέ δεν μπήκαμε σε αυτό με διάθεση ψυχαγωγίας, που θα τελειώσει κάποια στιγμή όπως κι η διασκέδασή μας και θα πάμε στα πιο σοβαρά. Γιατί είπαμε και ξαναείπαμε τόσα, βγάλαμε και ξαναβγάλαμε τόσες λέξεις, που τελικά έγιναν τρόπος ζωής. Ένα στάτους να βιώνουμε εμάς και τον κόσμο.

Τα λόγια έγιναν από συλλαβές ή απλούς διφθόγγους, λέξεις, προτάσεις, υποσχέσεις, αλήθειες, δεδομένα, αναχώματα να κρυβόμαστε από πίσω, αναχώματα να ανέβουμε πάνω να μας βλέπουν, ήχοι αγαπημένοι από στόματα που θέλαμε να μείνουν, ήχοι μέτριοι από στόματα που και να θέλουμε δε φεύγουν.

Εμείς πέσαμε και πατήσαμε πάνω τους, σαν να εξαρτιέται η ζωή μας από αυτό, σαν να της είπαμε ότι αν δεν εξαρτηθεί, δε θα τα βγάλει πέρα. Γίναμε σοβαροί κι αδιάλλακτοι, πεπεισμένοι και σίγουροι ότι μόνο με λέξεις –αυτές που λέμε κι αυτές που σχεδιάζουμε προσεκτικά για να πούμε– θα διεκπεραιώσουμε το πλάνο της ζωής μας. Γιατί κι οι πράξεις αυτές που δηλώνουν ποιοι είμαστε και φωνάζουν για την πορεία και το στίγμα μας στη ζωή, λέξεις ήταν πριν γίνουν κόπος, απόδειξη και παράδειγμα.

Γίναμε τώρα ακλόνητοι ότι αυτό είναι. Αντί να συνεχίζουμε να παίζουμε, να γελάμε, να χαλαρώνουμε και να αδιαφορούμε για τα ειπωμένα και για τα σωστά μελετημένα. Γιατί, έτσι κι αλλιώς, όσο και να το παλεύουμε, ποτέ δε θα γίνουμε αυτό. Ή έστω κάτι από αυτό. Κάτι που να συνάδει τη δική μας ύλη με αυτή των λέξεων.

Γιατί είμαστε, κυρίως, όλα αυτά που ποτέ δε θα ειπωθούν. Κι όσα θα ειπωθούν χωρίς να το θέλουν, αφιλτράριστα, ακανόνιστα κι απρόοπτα θα βγουν απ’ το στόμα μας και θα δηλώσουν πολύ περισσότερα, ίσως και τα πάντα, από όσα είμαστε και μας συμβαίνουν. Μέρος η γλαφυρότητα που τίποτα προσχεδιασμένο ποτέ δε θα καταφέρει. Κάπως έτσι, μοιάζουμε της ζωής που περνάει κι αυτής που θα έρθει.

Βγήκαμε σε αυτόν τον κόσμο χωρίς να το θέλουμε, σαν λέξεις που κανείς δεν υπολόγιζε τον χρόνο που θα ακουστούν κι ούτε οι ίδιες βρήκαν τη θέση τους, μέχρι πολύ αργότερα, όταν πλέον εμπεδώθηκαν από εαυτούς κι αλλήλους και πορευόμαστε πάντα με έναν πόθο, ένα όνειρο, ένα ανεκπλήρωτο που μας σηκώνει απ’ το κρεβάτι το πρωί και παρακινεί όλη μας την ύπαρξη, γιατί το ξέρουμε μόνο εμείς. Γιατί είναι δικό μας και δεν είναι τόσο ότι είναι κρυφό, αλλά ότι είναι ανείπωτο. Κι αυτό γιατί ξέρουμε, υπάρχει αντανακλαστική λειτουργία προστασίας σε κάθε ανθρώπινο οργανισμό, ό,τι δεν το λέμε δε μας αφορά και να το πούμε, γιατί τα πολύ σημαντικά δεν είναι να αναλώνονται στον αέρα του καιρού που περνάει.

Ακόμα, όμως, κι όταν δεν πρόκειται για τα βαρυσήμαντα, θα ‘μαστε πάντα όλες οι μικρές, οι μεγάλες, οι ακατάστατες κι ακατάσχετες κρυφές, βουβές κι ανείπωτες σκέψεις, κι όλες αυτές που γλίστρησαν έξω απ’ το στόμα και το κορμί μας, αυτόνομες, χωρίς να τις εξουσιάζει κανείς. Κι οι δυο εκτός απ’ το μεγάλο τους κοινό, που δεν είναι άλλο από εμάς τους ίδιους, έχουν κι ένα ακόμα. Στην ουσία όσο πιο σιωπηλές μένουν κι όσο πιο αυθόρμητα βγαίνουν, τόσο πιο πολύ έχουν ζήσει, ωριμάσει και κατασταλάξει μέσα μας.

Έτσι, όσες λέξεις και σκέψεις παραμένουν κρυφές, ωριμάζουν ακολουθώντας τη γραμμή της ηλικίας μας, και ποτίζοντας κάθε μας πράξη, γιατί παίρνουν νερό απ’ την ίδια πηγή που συντηρεί το μεγάλωμά μας κι όσες βγαίνουν αχαλίνωτες έχει έρθει η ώρα τους πια, έχουν εξελιχθεί αρκετά, ώστε να ακουστούν αναπάντεχα εκεί που δεν της περιμένει κανείς για να ‘ρθει και να σφραγίσει αυτό που ούτε εμείς ούτε οι άλλοι ξέραμε ότι είχαμε μέσα μας, αλλά αυτό ήξερε καλύτερα κι από μας πότε πρέπει να αφήσουμε το σημάδι μας.

Γιατί παραπάνω απ’ τις λέξεις, μεγαλύτερη σημασία θα ‘χει πάντα η σιωπή τους κι απ’ τη σιωπή τους ακόμα πιο πολύ θα αξίζει το απρογραμμάτιστο άκουσμά τους, αυτό που, εκεί που κανείς δεν το περιμένει, υπενθυμίζει πως τίποτα δεν είναι παιχνίδι, όταν πρόκειται για τις λέξεις.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη