Δεν έχει πρόσωπο, μα αν είχε θα ‘ταν πανέμορφο. Δεν έχει φωνή, μα αν είχε θα ταν σαγηνευτική. Δεν έχει άρωμα, μα αν είχε θα ‘ταν μεθυστικό. Δεν μπορείς να τον αγγίξεις, αλλά εκείνος μπορεί. Ν’ αγγίξει το σώμα και την ψυχή σου τόσο δυνατά, που ίσως να σε διαλύσει. Κι έπειτα, μπορεί να σε πλάσει ολόκληρο απ’ την αρχή. Σε γεννά και σε σκοτώνει, σε μεθά και σε χορεύει, σε ζαλίζει, σε παρασέρνει, σε ξεγελά. Έρωτας, εύφλεκτο υλικό.

Και για το γινάτι του έγιναν πόλεμοι κι επαναστάσεις. Γράφτηκαν ερωτικές επιστολές σ’ εποχές μακρινές και τραγουδήθηκαν στίχοι που υμνούσαν τη μορφή του. Έγιναν έργα τέχνης, αγάλματα με σώματα μιας γυναίκας αγαπημένης, ποιήματα για τα μάτια ενός άντρα και πρόζες με ιστορίες ζευγαριών, που θα μείνουν αξέχαστα στους αιώνες των αιώνων. Δόθηκαν υποσχέσεις, ακούστηκαν φωνές που βροντολαλούσαν την τρέλα εκείνη, τον έρωτα. Από ‘κείνα τα συναισθήματα που πρέπει να τα φωνάξεις, να τ’ ακούσει όλη η πλάση, να τα βγάλεις από μέσα σου γιατί δεν αντέχει το κορμί να τα κρατά μέσα του.

Μα υπήρξαν και θα υπάρξουν κι άλλοι έρωτες, πιο σκοτεινοί, που σαν μια θολή εικόνα μπορούμε μόνο να τους φανταστούμε, γιατί ποτέ κανείς δεν τους ξεστόμισε, κανείς ποτέ δεν τους είδε, ποτέ δεν πήραν την πραγματική μορφή τους. Έμειναν εγκλωβισμένοι σε σώματα και μυαλά και καρδιές κλειδωμένες, δεν γνώρισαν το φως αυτού του κόσμου, δε γεννήθηκαν έστω για να πεθάνουν. Δεν πρόλαβαν καν να γεννηθούν.

Υπάρχουν εκείνοι που ποθούν, μα δεν το λένε. Φέρνουν στο νου τους ένα πρόσωπο αγαπημένο, επισκέπτη στα όνειρά τους, που ποτέ ο ίδιος δε θα μάθει πόσες φορές τους έχει κρατήσει εν αγνοία του συντροφιά.

Δειλοί θα σκεφτείς πως είναι εκείνοι. Μα βέβαια υπάρχουν κι οι δειλοί. Εκείνοι που αφήνουν το φόβο της απόρριψης να επισκιάζει τη ζωή τους. Αλλά υπάρχουν κι εκείνοι οι άνθρωποι που δεν είναι απ’ τους δειλούς, αλλά είναι μάλλον πολύ πιο γενναίοι. Εκείνοι που τους κλήρωσε η μοίρα έρωτες που απαγορεύεται να ζήσουν, που απαγορεύεται να ειπωθούν. Τους τα ‘φερε έτσι η ζωή που ακόμη κι αν αποκάλυπταν τον πόθο τους για κάποιον, αυτό δε θα σήμαινε τίποτα και τίποτα δε θα κατάφερνε. Ίσως ακόμη να ‘φερνε μια ολική καταστροφή, έναν όλεθρο.

Αν κοιτάξεις γύρω σου θα αντικρίσεις ανθρώπους που σε θέλουν για δικό τους, σ’ επιθυμούν. Μα εσύ δεν το ξέρεις, κοιτάζεστε στα μάτια και δεν έχεις ιδέα. Μπορεί να είναι κάποιος συνάδελφός σου απ’ τη δουλειά ή κάποιος κολλητός του νυν συντρόφου σου. Μπορεί ακόμη να είναι ο κατά πολύ μικρότερός σου γείτονας ή η αδερφή του κολλητού σου. Μπορεί απλά να είναι ένας φίλος απ’ τα παλιά. Άνθρωποι που για λόγους ευνόητους δε θα σου πουν ποτέ τι νιώθουν για σένα, που ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ αυτούς υπάρχει απ’ τη ζωή ένα νοητό εμπόδιο, τ’ οποίο κλείνει το δρόμο για την παραμικρή παρουσία ερωτισμού ανάμεσά σας.

Μπορεί πάλι κι εσύ ο ίδιος τη στιγμή που διαβάζεις αυτές τις γραμμές να ‘χεις σχηματίσει στο μυαλό σου τη μορφή ενός προσώπου. Τη μορφή του ανεκπλήρωτου έρωτά σου. Να υπάρχει στη ζωή σου κάποιος, που ποτέ δε θα μάθει πόσο πολύ τον ποθείς. Κάποιος που στο όνομά του πίνεις και παραφέρεσαι, που τα βράδια σε φιλά στα όνειρά σου, που για ‘κείνον έχεις δώσει τις μεγαλύτερές σου μάχες, μάχες με τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί προσπαθείς ν’ απωθήσεις το απαγορευμένο σου συναίσθημα, μα αυτό είναι πεισματάρικο κι όσο το διώχνεις, τόσο πιο πολύ κάνει αισθητή την παρουσία του.

Ίσως αυτό το πρόσωπο να βρίσκεται σε ξένα χέρια κι εσύ να μην επιτρέπεται να το αγγίζεις. Ίσως πάλι να ‘ναι μίλια μακριά σου κι η απόσταση που σας χωρίζει να ‘ναι τέτοια που δεν αφήνει περιθώρια σχέσης κι επαφής. Μπορεί να γουστάρεις τρελά το αγόρι της αγαπημένης σου φίλης ή να ‘χεις ερωτευτεί παράφορα τον καθηγητή σου.

Αυτά τα συναισθήματα που πρέπει –αν τέλος πάντων χωράει αυτή η λέξη στον έρωτα- να μένουν θαμμένα, απαιτώντας μεγάλη αντοχή, σωματική και ψυχική. Γιατί είναι ύπουλα κι αρρωσταίνουν τον άνθρωπο, τον κάνουν κουρέλι. Είναι αγρίμια σε κλουβί, που με κάθε ευκαιρία γρονθοκοπούν τη φυλακή τους για ν’ ανοίξει. Και το σώμα που τα φυλακίζει συχνά δεν έχει τη δύναμη να κρατήσει την πόρτα τους κλειστή. Μα αν το αγρίμι δει το φως του ήλιου ελεύθερο, ποτέ ξανά δεν μπορεί να ζήσει φυλακισμένο. Κι έτσι καλείται ο δύσμοιρος ο άνθρωπος να μαζέψει όση δύναμη, κάθε φορά, του απομένει, για να προλάβει την καταστροφή, να κρατήσει φυλακισμένο το άτιμο το συναίσθημα πριν ξεστομιστεί και κατασπαράξει τα πάντα στο πέρασμά του.

Θέλει μαγκιά και γερά νεύρα να ζήσεις έναν έρωτα μονάχος σου, έναν έρωτα άφαντο, αναπάντητο. Έναν έρωτα που ποτέ δε θα ειπωθεί και γι’ αυτόν δε θα γραφτούν ποτέ τραγούδια. Δε θα δοθεί καμιά μάχη, ούτε θα γραφτούν εξαιτίας του ερωτικά ραβασάκια. Θα μείνει για πάντα στο σκοτάδι της ψυχής, θα ζήσει εκεί κι αν είσαι τυχερός, θα πεθάνει όταν βρεθεί ο επόμενος. Μα τις πιο πολλές φορές, ακόμα κι αν τον διαδεχθούν δεκάδες έρωτες χειροπιαστοί, ολοζώντανοι, εκείνος ο ακρωτηριασμένος, ο ανεκπλήρωτος θα ζει για πάντα σε μια γωνιά του κορμιού σου και θα σε κάνει να δακρύζεις κάπου-κάπου, μ’ έναν τρόπο που ποτέ δε θα το μάθει ούτε θα κατανοήσει κανείς.

 

Επιμέλεια Κειμένου Φένιας Σκαρλά: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Φένια Σκαρλά