Φτιάξε εικόνα. Κάπου σ΄ ένα χωριό, σε ένα πεζούλι, με θέα τα έλατα που σκεπάζουν ολόκληρη την πλαγιά του βουνού και τις πρώτες ακτίνες που ξεδίπλωνε ο ήλιος. Ένα ρυάκι κελαρύζει και κάποια πουλιά ζεσταίνουν τη φωνή τους. Η ησυχία είναι κυρίαρχη, ακούγονται μόνο τα φθινοπωρινά φύλλα καθώς αποχαιρετούν τα δέντρα και αγγίζουν τη γη. Το μυαλό σοκάρεται ευχάριστα· αγαλλίαση. Η σκέψη ξαφνικά ξεδιαλύνει από μόνη της, κάνει ένα είδος reboot.

Τι κι αν έχεις ζήσει μια ζωή στην πόλη, το ένστικτό σου πάντα θα ανήκει στη φύση. Στην αρχή σε μορφή παιδικού ονείρου, με φάρμα κι άλογα, αργότερα σε εκδοχή εξοχικού, μέχρι να γίνει ανάγκη. Η εικόνα είναι ξεκάθαρη: ξυπνάς αντικρίζοντας απέραντη πράσινη γη και γαλάζια θάλασσα, άπλετο ηλιακό φως, φτιάχνεις τσάι από αρωματικά βότανα του βουνού, αγναντεύεις απ΄ το παράθυρό σου και δημιουργείς, αναζωογονώντας την αχόρταγη ψυχή σου. Αυτή που αναλώθηκε τόσα χρόνια στην πόλη και ήρθε η ώρα της να συνταξιοδοτηθεί πια.

Όταν είσαι σε νεαρή ηλικία η ζωή σου είναι συνυφασμένη με τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ψάχνεις φίλους, συντρόφους, ομοϊδεάτες και κάθε λογής επικοινωνία. Δυστυχώς οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά όντα. Η τάση μας αυτή, μας ωθεί στο να νιώθουμε στα νερά μας όταν βρισκόμαστε με κόσμο. Κόσμο που εκτός από τη συντροφιά και την ανταλλαγή απόψεων μας φορτώνει και με σαπίλα. Κλισέ κοινωνικά πρότυπα, πατροναρισμένος τρόπος ζωής, υλισμός κι έλλειψη ποιοτικού ελεύθερου χρόνου.

Μας καθησυχάζει το ότι είμαστε ένα με τη μάζα. Δύσκολα θα αφήσουμε την οικειότητα αυτού του τρόπου ζωής και το σιγουράκι της οργανωμένης κοινωνίας. Είναι κατά κάποιο τρόπο τρομακτικό να ξεφύγεις από τους ξέφρενους ρυθμούς, το stress και τη μιζέρια, που τόσο καλά φιλαράκια σου έγιναν και ξαφνικά η απόλυτη ηρεμία σε κάνει να ακούς την εσωτερική φωνή σου.

Αυτή η εσωτερική φωνή φαντάζει ξένη, δεν την έχεις συνηθίσει. Σου θυμίζει τι θες πραγματικά και τα παράτησες. Από πού προήλθες, πού είσαι και πού θα πας. Σου θυμίζει να ασχοληθείς με τον εαυτό σου που αμέλησες. Με άλλο τρόπο όμως.

Έκανες δουλίτσα με σένα; Είναι πιο ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με τους άλλους, σαφώς. Ξέρουμε ακριβώς τι πρέπει να διορθώσουν και είναι πολύ ευχάριστο να τους το υποδεικνύουμε. Επίσης θέλουμε να πάμε στο καφέ με τη θέα που είναι τάση, να κάνουμε check in, να περάσουμε από Ερμού να βρούμε outfit για τη βραδινή έξοδο, να πάμε για κούρεμα, να ανεβάσουμε story στο insta και να βάλουμε στην πιστωτική το καινούργιο i phone που επιτέλους κυκλοφόρησε! Ωραία όλα αυτά αλλά χρειάζεται μια παύση και πώς να την κάνεις όταν βομβαρδίζεσαι από παντού;

Μόνο όταν δώσεις στο μυαλό σου την απαραίτητη ησυχία μπορείς να αφουγκραστείς το είναι σου. Κι αυτή η πόλη φροντίζει να μην ηρεμήσεις ποτέ, να ζεις στην μικροκαθημερινότητά σου τη μέρα της Mαρμότας που σε κρατάει δέσμιο στην ηρεμία της φασαρίας της, υπνωτισμένο, χωρίς ίχνος προσωπικής αναζήτησης και εξέλιξης. Χωρίς οξυγόνο, μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Οι βιαστικοί ρυθμοί δεν είναι αυτό για το οποίο μας προόρισε η φύση. Καλή η τεχνολογία, καλή η καριέρα, καλή η νυχτερινή ζωή αλλά πού είναι η μαγκιά να μπορείς να τα βάλεις με τους δαίμονές σου, να ξεπεράσεις φόβους και ανασφάλειες και να καταφέρεις να βρεις τον ανώτερό σου εαυτό; Μπορείς να κατεβάσεις ταχύτητα όταν είσαι στην αττική οδό με Ferrari κι άδειο δρόμο; Πολύ δύσκολο για την ανθρώπινη φύση. Εγώ θα τα κατάφερνα καλύτερα να πάω με δευτέρα αν ήμουν σε επαρχιακό δρόμο με to fiat-άκι μου. Άσε που θα χάζευα και τη διαδρομή. Τροφή για σκέψη.

Δεν είναι τυχαίο που τη φύση τη λαχταρούν τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι.  Τα πρώτα έχουν αθωότητα και οι δεύτεροι ωριμότητα. Μακάριοι αυτοί που κατάφεραν να απελευθερωθούν από τα δεσμά αυτής της σκοτεινής πόλης, αυτοί που ξυπνούν το πρωί και ζουν.

 

Συντάκτης: Γεωργία Βλασερού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου