Θυμάμαι ήμουν περίπου 11 χρονών όταν άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη χυλόπιτα. Αθώα τότε, αναρωτιόμουν τι σόι φαγητό είναι αυτό και γιατί αναφέρεται ως αργκό μεταξύ συνομηλίκων. Γρήγορα έμαθα, αρχικά θεωρητικά και μετά εμπράκτως, την άχαρη σημασία της. Δεν ξέρω τελικά τι είναι χειρότερο, να ρίχνεις ή να τρως τον εν λόγω χαρακτηρισμό της απόρριψης;

Δε θα πάρω θέση, μα βροντερά θα πω πως ο τρόπος έχει σημασία. Σου ΄ρχεται τώρα το άλλο άτομο, παίρνοντας ό, τι απόθεμα δυνάμεων θα μπορούσε να συγκεντρώσει, έχει φορέσει τον καλύτερό του εαυτό, μεταφορικά και κυριολεκτικά και με περίσσια μαεστρία, κάνει το λεγόμενο πέσιμο. Άλλοι βαρύ άλλοι πιο light, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα ή μάλλον καλύτερα χυλόπιτα. Αρχίζεις εσύ τα κλασικά, μα είναι καλό παιδί και είναι και πολύ ευγενικός άνθρωπος κι είναι φίλοι με την ξαδέρφη του κολλητού μου κι είμαστε και στη δουλειά μαζί και είναι και διακριτικό άτομο και το χειρότερο όλων: «είμαι πολύ ψυχοπονιάρης άνθρωπος κι εγώ και δεν μπορώ να στεναχωρώ». Κάτσε να πω πως έχω τραπέζι στην κουνιάδα του μπατζανάκη μου απόψε. Αύριο θα αφήσω αδιάβαστο το μήνυμα ώσπου να πάει αργά και μετά αφού στερέψουν οι δικαιολογίες θα βγω αναγκαστικά για να προσπαθήσω να δείξω πως ανήκει στο friendzone κι έτσι ίσως πιάσει το νόημα και αποθαρρυνθεί στο να να με μαρκάρει στενά.

Όχι ρε φίλε. Όλο λάθος. Δηλαδή ο άλλος ο δόλιος να περάσει στιγμές πανελληνίων σε μαθηματικά κατεύθυνσης, να διαβάσει Φρόιντ και να δει τα ανεμοδαρμένα ύψη τρεις φορές για να καταλήξει στο τέλος να του πεις εσύ απλά όχι; Πες το απ΄την αρχή όμορφα κι ωραία. Το ίδιο αποτέλεσμα, λιγότερο χάσιμο χρόνου, λιγότερο δράμα. Η χυλόπιτα πρέπει να ΄ναι σαν την ένεση στον οδοντίατρο: αστραπιαία. Δεν έχει νόημα να το συζητάς απ’ έξω μέρες ολόκληρες, να ψάχνεις τον ιδανικό τρόπο να το φέρεις ή να αφήνεις παραθυράκια για να μην πληγώσεις τον άλλον. Μ ΄ένα μπαμ και κάτω τελικά θα πληγωθεί λιγότερο σε βάθος χρόνου κι εσύ δε θα νιώθεις καταπίεση.

Γιατί σκέψου κι αυτό. Θα ψάχνεις δικαιολογίες, θα προσπαθείς να κάνεις τον καλό Σαμαρείτη, θα πας σε μέρη που δε θα ήθελες ή θα υπομείνεις κουβέντες που δε θα γούσταρες, για ποιο λόγο; Αφού πάλι άκυρο θα ρίξεις. Τόση πίεση μόνο που τη σκέφτηκα κουράστηκα. Αρεστοί σε όλους δε θα γίνουμε ποτέ. Πες το όπως σου βγαίνει, μα πες το. Δε θα ΄ταν υπέροχο να λέγαμε απλά με δυο κουβέντες «δε με ελκύεις». Τι να κάνεις, χημεία είναι αυτή δεν ελέγχεται. Αλλά εμείς εκεί.

Και μην αυτο-παραμυθιαστείτε πως το κάνουμε για τον άλλον.  Εμάς προστατεύουμε απ΄το να γίνουμε κακοί θεωρητικά και να κακοχαρακτηριστούμε. Μη μας πούνε άκαρδους, αγενείς, αλλαζόνες και ψωνάρες και η απόρριψη γυρίσει μπούμερανγκ στον απορρίπτοντα από τον απορριπτέο. Αυτό που δε συνειδητοποιούμε είναι πως και οι δυο τους χρειάζεται να ξέρουν πως το παιχνίδι παίζεται με αυτούς τους κανόνες και όπως σ΄όλα, είτε κερδίζεις είτε χάνεις. Αυτό δε σημαίνει πως δε θα παίξεις μα ούτε και πως πρέπει ν ΄αφήσεις τον άλλο να κερδίσει για να μη στεναχωρηθεί. Άλλωστε χωρίς το φόβο της ήττας, η νίκη δεν έχει τόση αξία.

Συντάκτης: Γεωργία Βλασερού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου