Η άρνηση σερβίρεται ως ορεκτικό στο τραπέζι όταν αναλύουμε διάφορες ψυχολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν κάποιον άνθρωπο σε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή στη ζωή του. Και μιλάμε για στιγμή, γιατί φυσικά όταν φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα για το ανθρώπινο μυαλό, είναι κάτι που μπορεί και πρέπει να καταπολεμάται. Μέσα σ’όλους τους ρόλους τους οποίους έχει υποδυθεί, η άρνηση είναι επίσης ένας βασικός μηχανισμός άμυνας του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αντιμέτωποι με δυσάρεστα γεγονότα, οι άνθρωποι πολύ συχνά τείνουν να τα αποφεύγουν, ελπίζοντας πως έτσι δε θα χρειαστεί και να έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με τις συνέπειες ή τις πληγές τους. Έτσι, δε θα μιλήσουν πολύ γι’αυτά, θα προσπαθήσουν να τα κρατήσουν κλειδωμένα σ’ένα σκονισμένο συρτάρι μέσα, που σπάνια ή και ποτέ δεν ανοίγουν. Ακόμη, ίσως τα σπρώξουν τόσο πίσω και βαθιά στο μυαλό τους, που μέχρις ενός σημείου, θα ξεχάσουν κι οι ίδιοι την ύπαρξή τους.

Ως μηχανισμός άμυνας, η άρνηση αρχικά εισήχθη στην επιστήμη της ψυχολογίας από τον Φρόιντ, ως την μη αποδοχή κι αναγνώριση εξωτερικών παραγόντων και γεγονότων, αλλά και εσωτερικών συνθηκών από το άτομο, όπως σκέψεις, συναισθήματα, ακόμα κι ολόκληρες αναμνήσεις. Πολλές φορές θα δούμε ανθρώπους οι οποίοι έχουν διαγράψει ακόμη και χρόνια της ζωής τους από τη μνήμη τους, προσπαθώντας να πείσουν τον εαυτό τους πως αυτά δεν έχουν συμβεί, εφόσον υπήρξαν τραυματικά κι έτσι να αποσιωπούν τον πόνο που αυτά πιθανό να τους προκαλούν. Στις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις εμπίπτουν κάποια δύσκολα παιδικά χρόνια, χαμοί προσώπων κοντινών προς τα άτομα, ακόμα και συναισθηματική, ψυχική και σωματική κακοποίηση.

Οι τρόποι με τους οποίους κάποιος εκφράζει την άρνησή του προς κάτι που δυσκολεύεται ν’αποδεκτεί είναι τρεις. Η απλή άρνηση αποτελεί την εξ’ ολοκλήρου απώθηση ενός γεγονότος, ως κάτι που δε συνέβη ποτέ, διώχνοντάς το από την πραγματικότητα. Το άτομο, πραγματικά πιστεύει πως ίσως ν’ αποτελεί μέρος κάποιου κακού ονείρου, ή μιας λανθάνουσας ιδέας που έχει καρφωθεί στο κεφάλι του κι έτσι το διώχνει μακριά και το ξεχνάει. Έπειτα, υπάρχει ο μιμητισμός, όπου το άτομο αποδέχεται το γεγονός κι οτιδήποτε συνέβη, όμως τείνει ν’ αμφισβητεί τη σοβαρότητά του, ελπίζοντας πως έτσι δε θα έχει ιδιαιτέρως σοβαρές επιπτώσεις πάνω του. Αυτός ο δεύτερος τρόπος αποτελεί και συνδυασμό άρνησης και εκλογίκευσης, εφόσον το άτομο θα δοκιμάσει να εξηγήσει με λογικά συμπεράσματα κι επιχειρήματα κάποιο γεγονός της ζωής του που το σημάδεψε, ούτως ώστε να μην πονάει τόσο. Τρίτος τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος τείνει προς την άρνηση είναι και η προβολή. Κατά την προβολή το άτομο αποδέχεται κι αναγνωρίζει το γεγονός και τη σοβαρότητά του, όμως ρίχνει το φταίξιμο σε τρίτους – εάν βεβαίως πρόκειται για δικό του – έτσι ώστε να μπορέσει ν’ αποποιηθεί οποιωνδήποτε ευθυνών του αναλογούν.

Από την άλλη βέβαια, υπάρχουν και πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου η άρνηση μπορεί ν’αποδεικτεί ωφέλιμη για το άτομο, εφόσον το προστατεύει από επιπτώσεις τις οποίες δεν είναι ακόμα έτοιμο ν’αποδεκτεί. Για παράδειγμα, μετά από κάποιο τραυματικό γεγονός, όπως είναι ο χαμός κάποιου αγαπημένου προσώπου, οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι την ίδια στιγμή να το αντιμετωπίσουν. Έτσι, η άρνηση έρχεται ως μάννα εξ’ουρανού, αφού καθώς βρίσκεται εν ενεργεία, ο εγκέφαλος του ατόμου, υποσυνείδητα απορροφά σοκαριστικές λεπτομέρειες και δεν τις αφήνει ν’ αφομοιωθούν κι ίσως να μεταφραστούν ως θλίψη και ψυχολογική κόπωση και κατάπτωση. Καθώς λοιπόν το μυαλό διώχνει μακριά το γεγονός, γίνεται και πιο ανθεκτικό για να το αντιμετωπίσει αργότερα χρησιμοποιώντας και τη λογική, η οποία είχε αποχωρήσει από το τραπέζι όταν έλαβε χώρα το συμβάν. Έτσι, εάν ακόμα και μετά το πέρασμα της κατάστασης αυτής, το άτομο συνεχίζει να ταλαιπωρείται από τις συνέπειες, θα είναι τουλάχιστον σε θέση να ζητήσει βοήθεια, εφόσον κρίνει πως τη χρειάζεται. Κάτι, που όταν βρίσκονται αναμεμειγμένα πολλά συναισθήματα, συνήθως ο άνθρωπος δεν είναι ικανός ν’ αντιληφθεί.

Αυτό λοιπόν μας οδηγεί στους κινδύνους που ελλοχεύουν εξαιτίας της άρνησης, στους οποίους ίσως και να κλίνει το βαρίδι. Εάν για παράδειγμα, κάποιος είναι μάρτυρας ενός τραγικού γεγονότος, όπως είναι ο κίνδυνος της ζωής κάποιου άλλου, η αποσιώπηση μιας τέτοιας εμπειρίας, ίσως ν’ αποτελέσει από μόνη της απειλή για την υγεία αυτού που ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Τέτοια γεγονότα αποδεικνύονται τραυματικά, όχι μόνο για εκείνον που τα βιώνει, αλλά και για κάποιον άλλον που ίσως τα παρατηρεί ως απλός θεατής, εφόσον η επιρροή στη ψυχοσύνθεσή του πιθανό να είναι τόσο μεγάλη που να χρειάζεται κάποιου είδους επαγγελματική βοήθεια και στήριξη. Κάτι που φυσικά δεν είναι εφικτό όταν ο ίδιος κι οι γύρω του αρνούνται την ύπαρξη οποιουδήποτε καταλοίπου.

Ίσως να μη μιλάμε απαραιτήτως για τραύματα κι εμπειρίες που στιγματίζουν κάποιον εφ’ όρου ζωής, αλλά ακόμα και μικρότερα, καθημερινά πταίσματα, πέφτουν πολλές φορές στην παγίδα της άρνησης. Έστω ότι κάποιος έχει προβεί σε πράξεις για τις οποίες δεν είναι περήφανος για να κερδίσει κάτι, φυσικά και θα βάλει το γεγονός στο πίσω μέρος του μυαλού του και θα προτιμήσει να χαρεί απλώς την επιτυχία των αποτελεσμάτων. Ή ότι κάποιος βιώνει ένα δύσκολο χωρισμό ή αποχωρισμό, στην προσπάθειά του να μην το «λυπούνται» οι γύρω του, ίσως το προσπεράσει για να πείσει τον εαυτό του και τους υπόλοιπους πως το έχει ξεπεράσει. Ή ακόμα και να το διακωμωδήσει. Από τη μία αυτό ίσως να είναι υγιές, αφού έτσι προστατεύει τον εαυτό του και την ψυχική του υγεία, αλλά από την άλλη, πόσο άραγε απέχει η άρνηση από την αποδοχή;

Καθημερινά μιλάμε, εξηγούμε, δικαιολογούμαστε. Όλα εκείνα τα ρήματα που απαιτούν λέξεις, πολλές λέξεις που ξοδεύουμε χωρίς ουσιαστικά να λέμε τίποτα. Γιατί πόσο είναι εκείνο το ποσοστό των όσων λέμε σε σχέση με τα υπόλοιπα που κρατάμε κρυμμένα μέσα μας; Όχι φυσικά, δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να κάνει σημαία όσα βρίσκονται μέσα στο μυαλό και την καρδιά του και να τα μοιράζεται με όλους. Ή και με κανέναν, αν δεν το επιθυμεί. Υπάρχει παρ’ όλ’ αυτά, μια πολύ λεπτή γραμμή η οποία χωρίζει την ιδιωτικότητα, με την καταπίεση. Κι η καταπίεση μπορεί να είναι ζημιογόνα, εάν δεν την αντιληφθούμε και δε λάβουμε μέτρα προς την αντιμετώπισή της.

Συντάκτης: Άνδρη Χριστοφή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου