Play.

Οι άνθρωποι φτιάχνουν σχέσεις καθημερινά με άλλους ανθρώπους, είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, απόλυτα φυσιολογικό. Γνωρίζονται, κουβεντιάζουν, τα βρίσκουν και γίνεται η κατάσταση. Μετά ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ, δυστυχώς, να αποφύγει: για αρχή, τους βλέπεις όλους κατουρημένους από τη χαρά τους, τρελαμένους με τίγκα τη λίμπιντο, μέχρι που μετά από λίγο αποφασίζουν να μαλακιστούν χωρίς σταματημό και να κάνουν ό,τι μπορούν για να χαλάσουν αυτά που με τόσο ζόρι έφτιαξαν.

Ομολογουμένως, λοιπόν, το ανθρώπινο είδος έχει την τάση να κλωτσάει με δύναμη στα αχαμνά τη σχέση που έχει με τόσο κόπο φτιάξει και να δίνει μπουνιά στο στομάχι του άλλου ανθρώπου, γιατί ισορροπία δεν υπήρξε κι ούτε θα υπάρξει ποτέ. Κι είναι τότε που όλα θα γαμηθούν πατόκορφα, γεγονός τελείως χαζό, αλλά και πάλι, σημαντικό φαινόμενο ευρέως διαδεδομένο, διότι μαλακία δέρνει όλους τους ανθρώπους και κυρίως γιατί έχουν την τάση από μόνοι τους να βγάζουν τα μάτια τους, είτε υπάρχει σημαντικός λόγος, είτε όχι.

Κάποτε όλα θα διαλυθούν κι αυτό είναι δεδομένο. Και μετά, θα αναρωτιέσαι πώς γίνατε έτσι και πώς καταλήξατε στο άλλο άκρο.

Rewind.

Θυμάσαι τις προοπτικές που υπήρχαν όταν όλα ξεκίνησαν; Τον ανελέητο ενθουσιασμό που σε κατέκλυζε, τα σενάρια που έφτιαχνες στο μικρό και ανόητο μυαλουδάκι σου;

Θυμάσαι τη χαρά της συνάντησης, το άγχος της αναμονής και την ηδονή του διαφορετικού;

Ήσουν μέσα στην καλή χαρά, ένιωθες επιτέλους! Υπήρξαν σχέδια, λόγια ειπωμένα κι ανείπωτα, ξίδια, φαγητά, τραγούδια, στιγμές, γέλια, κλάματα, χαβαλές, βρωμόλογα, ζήλιες, κι άλλα πόσα.

Θυμάσαι τότε που όλα ήταν καλά και ροζ σε σχήματα καρδούλας;

Stop.

Μετά ο χρόνος έχει σταματήσει για εσένα. Είναι τότε που η ώρα που είναι απλοί αριθμοί, βοηθητικοί για να βάλεις μια τάξη στη μέρα σου, μπορεί και άχρηστοι καμιά φορά. Περνάει ο καιρός και ‘συ στον χαβά σου, νιώθεις σαν χθες κι αναρωτιέσαι πότε έφτασες στο τώρα σου και δεν το πήρες καν χαμπάρι.

Τότε που όλα είναι καλά και δε σε νοιάζει κανείς και τίποτα άλλο.

Pause.

Και ερωτώ τώρα εγώ. Που πήγαν όλα αυτά, ε; Έτσι απλά χτίζουμε τοίχους νομίζεις κι όλα χάνονται μετά; Πάνε κι οι προοπτικές, πάνε κι οι ενθουσιασμοί, πάνε κι οι πεταλούδες; Είναι δυνατόν να νομίζεις πως καταστρέφονται όλα τόσο απλά; Πού το βρήκες τόσο θράσος κι αποφάσισες να τα θάψεις όλα; Ή μήπως τα ξέχασες, μικρέ κι ανόητε;

Και να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα. Με τα «σαγαπώ» τι γίνεται; Σχολάσαμε νωρίς και ξεθώριασαν κι αυτά; Καμία δόση αλήθειας, καμία ειλικρίνεια δεν τα συνόδεψε; Δε ντρέπεσαι λίγο;

Όμως, κανείς δεν ξέρει. Ούτε εγώ, ούτε εσύ. Κι ούτε θα μάθεις.

Fast forward.

Απλά θα αναρωτιέσαι πώς γίνατε έτσι. Κι εγώ θα αναρωτιέμαι μαζί σου. Πού πήγαν όλα αυτά, πώς καταντήσατε από τη νιρβάνα στην απόλυτη σκατίλα, σφαγμένοι, αμίλητοι, ακίνητοι και τρομαγμένοι. Ίσως και μετανιωμένοι, καμιά φορά.

Μπορεί να αδιαφορείς τις περισσότερες φορές, αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι θα σου λείπει. Δεν περίμενες εμένα να ‘ρθω για να στο πω αυτό, σωστά; Θα σου λείπει και θα κλαίγεσαι, και να ξέρεις, είναι απολύτως φυσιολογικό, δε σε παρεξηγώ.

Play.

Κι έτσι, μαζί και εγώ έχω φτάσει να αναρωτιέμαι. Ρε, πώς γίναμε έτσι; Πότε φτάσαμε σε επίλογο και τελικό απολογισμό; Γιατί με άφησες να σε αφήσω;

Γιατί σε άφησα εγώ;

Τι πήγε λάθος και τα γαμήσαμε όλα;

Και πού είσαι τέλος πάντων, τώρα που θέλω να μου κάνεις μια αγκαλιά και να πας τον χρόνο πίσω;

Συντάκτης: Δάφνη Παπαϊωάννου