Άλλαξα. Τι μπορεί να σημαίνει για σένα αυτό; Σε σένα τίποτα. Σε μένα σημαίνει πολλά. Ή μάλλον, τι πάω να κάνω; Προσπαθώ να υπολογίσω ποσοτικά την αλλαγή μου; Μετριέται έτσι εύκολα νομίζεις μια αλλαγή; Αν είναι να μετρήσω κάτι ας είναι η μεταβολή μου απ΄το αδιέξοδό σου, η ανυπακοή μου στις περιττές συμβουλές σου. Ας κάτσω να προσδιορίσω μία προς μία τις υποτιθέμενες σκανταλιές μου που πήγαν κόντρα στην απαρχαιωμένη ιδεολογία σου και δέχτηκαν στο τέλος την περιφρόνησή σου.

Ήσουν τόσο τέλειος εσύ για να αντέξεις τις αδυναμίες μου. Ήσουν στ’ αλήθεια υπέροχος για να πατήσεις με τα πόδια σου στην άμμο. Μη και λερώσεις την ατσαλάκωτη φρεσκοσιδερωμένη σου αδιαφορία. Να μην αγναντέψεις τη δύση ούτε κι απόψε, γιατί ο ήλιος θα ρυτιδιάσει το στριμωγμένο σου πρόσωπο και μην κοιτάξεις τον πρωινό ουρανό να μην αποπροσανατολιστεί το ρυθμισμένο σου βλέμμα. Σου ζητάω να κοιτάξεις ευθεία. Μα πώς τολμώ; Ξεχνώ πως τα μάτια σου φτάνουν μόνο ως τη λαμπερή οθόνη ενός κινητού. Τα χέρια σου τεντώνουν να φτάσουν τον αναπτήρα κι ας βρίσκομαι πιο κοντά σου -το τσιγάρο είχε πάντα προτεραιότητα. Ο καφές θα ακουμπάει τα χείλη σου κι ας αφήσουμε το φιλί να δεθεί στα σχοινιά από μόνο του για να στεγνώσει.

Δε θα σε φιλήσω. Δε θα με φιλήσεις. Άλλες είναι, είπαμε, οι προτεραιότητες. Ένας καφές, ένα τσιγάρο και μια οθόνη. Κι ας βουτάει ο ήλιος κι ας έχουμε πανσέληνο κι ας περνάει η ζωή κι ας χάνεται ο κόσμος κι ας δακρύζουν τα μάτια μου, δεν τα προσέχεις. Δεν τα αντέχεις. Εσύ θα ακούσεις μόνο για τις καταστροφές του κόσμου, θα στεναχωρηθείς για τη διπλανή ήπειρο αν πεινάει ή αν έχει πόλεμο, μόνο που δεν αναγνωρίζεις τι πόλεμο έχεις ο ίδιος μέσα σου, ούτε πόσες μάχες δίνω η ίδια μέσα μου για να αντέχω.

Θα σου πάρω το τηλέφωνο να το πετάξω στα σκουπίδια να κάτσεις να ψάξεις στα άπλυτα πιάτα να βρεις την επανάστασή μου, να δεις πώς πλήγιασαν τα χέρια μου να καθαρίζω τόσα σκεύη χωρίς βοήθεια. Θα πάρω το τσιγάρο απ΄τα χείλη σου, να κάψω με αυτό τις ενοχές μου, να ανοίξω τρύπες στα πλακάκια που πριν λίγο σφουγγάρισα, να φύγουν πιο εύκολα τα ανείπωτά σου λόγια. Θα χύσω τον καφέ σε κάθε γλάστρα που έλεγες πως θα φροντίσεις, σε κάθε ανθό που υποτίθεται θα μύριζες, να δεις πως μαραίνονται τα λουλούδια αν δεν τα κανακέψεις καθημερινά -κι όχι όποτε το θυμώσουν. Θα έσπαγα το ποτήρι, θρύψαλα να κάνω την ανάγκη της δίψας σου, να γεμίσει μικροσκοπικά γυαλάκια ο δρόμος, να τα περάσεις για διαμάντια μπας και βγεις επιτέλους και λίγο παρά έξω απ΄το σπίτι. Μπας και σηκωθείς απ΄την καρέκλα και πάμε εκείνη τη βόλτα που ακυρώνεις κάθε λίγο και λιγάκι γιατί ήταν πάντα άλλες οι προτεραιότητες.

Να σου πω εγώ πώς είναι να διαλέγεις καθετί με τόση επιμέλεια, να μαγειρεύεις με τόση ευλάβεια και τελικά να τρως μόνος. Να κοιτάς την άδεια δίπλα σου καρέκλα και να αναρωτιέσαι τι τις θέλαμε τόσες καρέκλες αν είναι να κάθεται μόνο ένα άτομο; Αλλά, ξέρεις, είχα βρει λύση και γι’ αυτό. Έτρωγα κάθε μέρα σε άλλη θέση κι έτσι με ξεγελούσα κι έφτιαχνα φανταστικά σενάρια στο μυαλού μου.

Πως τάχα ευτυχήσαμε οι δύο μας, πως τα μαξιλαράκια που στόλισα στους καναπέδες τα παρατήρησες όπως τους άρμοζε, τα κεράκια που αγόρασα για να κοσμούν το στρογγυλό τραπέζι τ’ άναψες για να μου κάνεις έκπληξη. Μου μαγείρεψες για να με ευχαριστήσεις, με κοίταξες στα μάτια και μου πες ένα αστείο να γελάσω, μου κράτησες το τρεμάμενό μου χέρι, μου σκούπισες τα δάκρυα του πένθους που ‘χα και μου είπες: «Δε θέλω να σε βλέπω έτσι».

Πόσο θα ‘θελα να μου έλεγες αυτό το «σ’ αγαπάω» χωρίς να έπρεπε μετά να φύγεις. Να αφιέρωνες χρόνο στα γενέθλιά μου χωρίς να τα περνάω μόνη γράφοντας ποιήματα. Να μου τραγούδαγες, να μου έφτιαχνες ένα τσάι πάνω στον πυρετό μου, να χορεύαμε το αγαπημένο μου τραγούδι, να τσαλάκωνες την εικόνα σου, να μίλαγες για τα συναισθήματά σου. Φυσικά και δεν έκανες τίποτα από όλα αυτά. Όλα αυτά «θα» μπορούσαν να είχαν γίνει αν… αν ήσουν απλώς κάποιος άλλος.

Μια τρελή σου φάνηκα που σηκώθηκε κι έφυγε και τα διέλυσε όλα. Μόνο που η τρελή διέλυσε τα ήδη διαλυμένα. Έλεγες πως έφυγα γιατί είχα κάπου καλύτερα να πάω. Ναι, είχα. Έλεγες πως έφυγα γιατί με ξεμυάλισε μια άλλη ζωή. Ναι, ξεμυαλίστηκα. Έλεγες… και τι δεν έλεγες για να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα, μα όσα κι αν έλεγες το θέμα είναι τι έλεγες στον ίδιο τον εαυτό σου. Έλεγες πως όποιος με πειράξει θα έχει να κάνει μαζί σου. Εσύ με πείραξες, βάλ’ τα τώρα με τον εαυτό σου.

«Μην τη χάσεις», σου είχαν πει «σε κοιτάζει μεσ’ τα μάτια». Δεν τους άκουσες. Δε με άκουσες. Κι απορείς για τη φυγή μου ακόμα. Να ξέρεις πως δεν έκλαψα ούτε στάλα. Έκλαιγα όλα τα χρόνια κοντά σου. Δε χρειάστηκε να κλάψω μακριά σου, αντιθέτως μόνο δάκρυσα. Συγκινήθηκα που τόλμησα να φύγω οριστικά κι αμετανόητα. Με ρώτησες πώς μπορώ να είμαι τόσο σκληρή. Πάντα ήμουν σκληρή. Πάντα είχα δύναμη που εσύ δεν αναγνώρισες. Και ξέρω δεν έτρεξες πίσω μου για να μη θιχτεί ο εγωισμός σου.

Με δίδαξες να αδιαφορώ, με έμαθες να μη σε θέλω. Δε σε λυπάμαι. Είσαι τόσο εγωιστής για να δακρύσεις. Και την αγκαλιά που είπες πως θα με έπαιρνες ποιος σου είπε πως την έχω πια ανάγκη; Έμαθα να ζω εκτός της αγκαλιάς σου κι είναι καλύτερα.

Δε σε συγχωρώ. Δε σε συγχωρώ που αναγκάστηκα να ψάξω όλα όσα ήθελα μαζί σου αλλού. Τα βρήκα και μου τα έδωσαν απλόχερα. Κι ας ήθελα να τα ‘χω από σένα. Ήθελα να μ’ αγαπάς. Και σώπασες. Δεν ήθελα να παρασυρθώ. Και σπαταλήθηκα. Δε φταις. Φταίω. Που δεν έφυγα πιο νωρίς, φταίω. Μα σε φρόντισα. Και μετά ξύπνησα. Κι έφυγα κι αφέθηκα κι ό,τι θέλω έκανα. Δικαίωμά μου. 

Ήταν Πέμπτη κι είναι Σάββατο. Έφυγα κι είναι για πάντα. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Όπως με ξέρεις ξέχνα με και πες το αυτό αγάπη.

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα