Όταν κάτι το σκέφτεσαι, υπάρχει. Ζει μέσα από τη σκέψη σου, ζωντανεύει μέσα από το δικό σου μυαλό. Όταν θυμάσαι ένα γεγονός, λένε, ένα πρόσωπο, ένα ζευγάρι μάτια, θυμάσαι την τελευταία φορά που τα θυμήθηκες. Αυτή η εικόνα έρχεται στη θύμησή σου και κάθε φορά ξεθωριάζει όλο και περισσότερο, μέχρι πια να γίνει ένα τοπίο θολό, μια ομίχλη. Και χάνεται.

Πού πάει μια σκέψη, όμως, όταν ξεχαστεί; Πού πετάγονται τα όνειρα που τα κατάπιε η πραγματικότητα; Τι άραγε απέγιναν όλοι εκείνοι οι πολλά υποσχόμενοι έρωτες, οι άνευ όρων καψούρες που μεταμορφώθηκαν σε συμβιβασμούς και παιχνίδια εγωισμού, πού να εξαφανίστηκε η παιδικότητά μας κι όλοι εκείνοι οι υπέροχα μόνοι άνθρωποι, που κάθονται στις αυλές τα απογεύματα, με ένα φλιτζάνι ελληνικό, περιμένοντας ένα τηλέφωνο που ποτέ δε χτυπάει; Υπάρχει ίσως κάποιος χώρος, κάποιο ετεροχρονικό συνεχές, κάτι σαν μαύρη τρύπα που τα κρατάει ζωντανά σε μια άλλη διάσταση, σε κάποιον άλλο χρόνο που δεν μπορούμε ούτε και ψάξαμε ν’ αντιληφθούμε. Κάτι σαν μια τεράστια εγκαταλειμμένη πόλη, το προσωπικό Τσερνομπίλ του καθενός απλωμένο σε χιλιάδες τετραγωνικά από πράγματα κι ανθρώπους που πια δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να θυμόμαστε.

Από πράγματα που φοβηθήκαμε να κρατήσουμε στη μνήμη μας ή από εκείνα που προσπαθήσαμε –αλήθεια– πάρα πολύ για να μείνουν, μα δεν τα καταφέραμε και μέρα με τη μέρα χάνονταν κι από λίγο. Είναι η μνήμη μεγάλη πουτάνα, μα και μεγάλο φάρμακο όταν ξέρεις να τη χρησιμοποιείς. Όπως στην απώλεια, εκείνη που πονάει σαν διάολος και δεν ξέρεις τι στο καλό να κάνεις για να μην πονάει τόσο αφόρητα πολύ η απουσία. Οπότε θυμάσαι. Θυμάσαι όσες περισσότερες λεπτομέρειες, όσα περισσότερα χρώματα, τον ήχο της φωνής, τις αγκαλιές, τα αντίο, τα γεύματα, τις βόλτες, τις καλημέρες. Θυμάσαι, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να είναι κοντά, να μη χαθεί, να είναι εκεί και να ζει μαζί σου. Κι όταν πια έρθει ο καιρός να προχωρήσεις, όταν πια είσαι έτοιμος εσύ, αφήνεις τη σκέψη να πεθάνει και μαζί μ’ εκείνη και τον άνθρωπο. Λυτρώθηκες.

Μα δεν είναι μόνο εκείνες οι απώλειες, αυτές ίσως να είναι κι η εξαίρεση σε έναν εξαιρετικά επίπονο κανόνα μοναξιάς. Είμαστε, βλέπεις, ελαττωματικά μηχανήματα, δε φτιαχτήκαμε για να συγκρατούμε τη ζωή μας στο κεφάλι μας, μα να τη ζούμε μέχρι να μην αντέχει άλλο το κορμί μας. Πολλά εκείνα που ξεχνάμε, πολλοί εκείνοι που έμειναν μόνοι γιατί δεν υπήρχε η σκέψη να τους κρατήσει συντροφιά. Μια σκέψη, μία σκέψη, μια και μία γιατί ίσως η «μια» να μπορούσε να γίνει η «μία», η μοναδική εκείνη σκέψη που θα κατάφερνε να κρατήσει ζωντανό ό,τι δεν ήταν για να μείνει. Πόσες φορές αναρωτήθηκες γιατί θυμάσαι κάτι που δεν ήταν για να θυμηθείς; Κι άλλες τόσες, πολλές περισσότερες, που αναθεμάτισες γιατί ήθελες να θυμηθείς, μα δεν μπορούσες;

Για όλους όσοι ξεχάστηκαν, λοιπόν. Για όλους τους μόνους, για κάθε φλιτζάνι, που αφέθηκε ένα σε ένα τραπέζι για δύο, για κάθε λέξη και κάθε φιλί, για κάθε γεύση παγωτό, για όλους τους καταδικασμένους έρωτες, ένας προς έναν. Για όλα όσα αφήσαμε πίσω, για να πάμε μπροστά. Για τις αγκαλιές της μάνας και τα χάδια της γιαγιάς, για τις παιδικές αγάπες.  Γι’αυτές γράφω απόψε.

Και για ‘σένα. Για να σου πω πως όταν μια σκέψη ξεχαστεί, μετατρέπεται σε μονάδα χρόνου. Μία σκέψη φτιάχνει ένα δευτερόλεπτο και πολλές μαζί φτιάχνουν μια αιωνιότητα. Κι όταν κάτι φτιάχνεται εν σώματι από την αιωνιότητα την ίδια, δεν πεθαίνει. Ίσως λοιπόν να υπάρξει, νέο πια, σε κάποια άλλη ζωή. Μη λυπάσαι. Έχουμε φτιαχτεί για να ξεχνάμε. Ίσως αυτό, να γίνεται για κάποιο λόγο. Θα το δείξει ο χρόνος.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου