Κι είμαστε κι εμείς, μα είναι κι εκείνοι. Εκείνοι ντε, οι αιώνιοι φοιτητές. Αυτοί που θα μείνουν για πάντα παιδιά. Αυτοί που θα τους βρεις αραχτούς και χαλαρούς σε ένα καφέ στην παραλία ή σε μια ταβέρνα να τσουγκρίζουν ποτήρια και κανόνες κάπου στο κέντρο. Αυτοί που δε θα νοιαστούν αν σήμερα βρέχει ή έχει λιακάδα, γιατί γι’ αυτούς κάθε μέρα είναι όμορφη, ό,τι καιρό κι αν κάνει.

Κάποιοι θα τους κατακρίνουν, θα τους κουτσομπολέψουν ή ακόμη χειρότερα θα τους στιγματίσουν. Μα αυτοί δε θα σκοτιστούν, θα κοιτάξουν αδιάφορα απ’ την άλλη, θα αλλάξουν πορεία, δε θα δώσουν σημασία, θα συνεχίσουν. Είναι η επιλογή που έκαναν κι η ζωή που διάλεξαν. Είναι η καθημερινότητα που αγαπούν κι οι ευκαιρίες που χάνουν ή οι άλλες που κερδίζουν. Είναι οι συνήθειές τους που δε θέλουν να αλλάξουν και τα όνειρα που κάνουν κάθε μέρα.

Είναι εκείνο το μάθημα που δεν περνάνε –σκόπιμα ή μη– κι εκείνος ο καθηγητής που τους μισεί. Είναι η Κυριακή τους που δεν έχει καμία διαφορά απ’ την Τρίτη τους. Είναι η πρόοδος που ξέχασαν κι η εξέταση που έχασαν. Είναι η δουλειά που όλο λένε πως θα αρχίσουν κι όμως πάντα κάτι προκύπτει κι οι ευθύνες που αποφεύγουν είτε επειδή έτσι το έφεραν οι συνθήκες είτε επειδή τις συνθήκες τις καθορίζουν τελικά μόνοι τους.

Και ποια είμαι εγώ και ποιος είσαι κι εσύ για να τους κρίνουμε και να καταλήξουμε τελικά μες στα τόσα συμπεράσματα που θα βγάλουμε μια Τετάρτη μεσημέρι πως εκείνοι είναι χειρότεροι από μας ή εμείς καλύτεροί τους; Πως, τάχα, εμείς μεγαλώσαμε κι ωριμάσαμε, πως πήραμε τη ζωή στα χέρια μας και πως εμείς τα κάνουμε όλα όπως πρέπει ή ακόμη πως εμείς θα πάμε μπροστά και θα προκόψουμε κι αυτοί «τι θα καταφέρουν με τη ζωή τους, πότε θα κάνουν οικογένεια και πότε θα σοβαρευτούν;». Κι άλλα τέτοια κλισέ και καταστροφικά, σκοτεινά και μικρόψυχα.

Δεν είμαι εγώ και δεν είσαι εσύ που θα αποφασίσουμε για κανενός τη ζωή. Κι αν τα στερεότυπα μας καθορίζουν –και μας ορίζουν μες στις άκρες μας– πως το «σωστό» είναι να σπουδάσεις, να δουλέψεις και να κάνεις οικογένεια μέχρι τα 30, να έχεις ένα σκασμό λεφτά στην άκρη για να μεγαλώσεις παιδιά και σκυλιά, να σκοτώνεσαι στη δουλειά για να έχεις το πιο καινούργιο αμάξι και να τρως στα καλύτερα εστιατόρια, κι αν εμείς επιλέξουμε να ακολουθήσουμε αυτά τα στερεότυπα, τότε δικό μας θέμα. Αν το καλοσκεφτείς, κανένας μας δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει πιστά τους κανόνες, δεν παίζουμε όλοι στο ίδιο παιχνίδι -ακόμη κι αν ζούμε όλοι στην ίδια πίστα.

Και μπορεί να είναι κοινωνικά μη αποδεκτό να σπουδάζει κανείς «για πάντα» και να μην ακολουθεί το τρίπτυχο σπουδές-δουλειά-οικογένεια, μα ουσιαστικά ο καθένας κάνει τις δικές του επιλογές. Και μπορεί εγώ ή εσύ να ανήκουμε στην κατηγορία που τελειώσαμε τις σπουδές μας όταν το όριζε ο καθωσπρεπισμός μας και να πιάσαμε μια δουλειά κι ένα δικό μας σπίτι, μα ο Λευτέρης γουστάρει να μην τελειώσει ποτέ τη μηχανολογία και να τρελαίνεται να αγναντεύει τον Θερμαϊκό κάθε νύχτα και κάποτε να περνάει απ’ το τατουατζίδικο του Μηνά και να ζωγραφίζει σχέδια, που είναι το πάθος του. Κι η Ηρώ δεν πρόκειται να τελειώσει νομική, κι ας την έστειλαν οι δικοί της με όνειρα «για το καλό της», αλλά θα τρώει απ’ την ταβέρνα του κυρ-Σπύρου κάθε μεσημέρι και θα παίζει βιολί κάθε νύχτα, που το γουστάρει τρελά.

Κι αν ο Λευτέρης κι η Ηρώ είναι «λάθος», για σκέψου τελικά υπάρχει κάτι που κάνει εσένα κι εμένα πιο «σωστούς» απ’ αυτούς;

 

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη