Καλοκαίριασε κι εγώ λατρεύω να κάθομαι στο ανοιχτό παράθυρο, εκείνο με το μεγάλο περβάζι και τα ψηλά παραθυρόφυλλα. Να τραβάω μια τζούρα απ’ το τσιγάρο μου και μια γουλιά απ’ το παγωμένο κόκκινο κρασί που έχω δίπλα. Λατρεύω τις πρωινές βόλτες με τζινάκι, σταράκια κι ένα καφέ στο χέρι. Λατρεύω τα μεσημέρια στην αυλή με τον ήλιο να μου καρφώνεται στα μάτια. Λατρεύω τ’ απογεύματα να κάθομαι στον καναπέ και ν’ αγναντεύω απ΄ το ανοιχτό παράθυρο. Λατρεύω και τα βράδια στο μπαλκόνι με αραγμένες καρέκλες και γεμάτες καρδιές.

Καλοκαίριασε. Κι εγώ συγκεντρώνομαι στο μέλλον μου. Να τα φτιάξω όλα σωστά, τώρα που έχω όρεξη. Συγκεντρώνομαι στην καθημερινότητα και τις σκοτούρες μου, στη δουλειά και τις φασαρίες μου. Ασχολούμαι με τα δικά μου και τα μικροπροβλήματά μου, με τα σωστά μου και τα λάθη μου. Και κάνω τα ψώνια μου και βλέπω τους φίλους μου και ζω όμορφα.

Καλοκαίριασε. Κι εγώ δεν έχω χρόνο να σε σκεφτώ. Γιατί με απασχολούν τόσα άλλα στο παρόν μου κι άλλα τόσα στο μέλλον μου που σαν να ξέχασα το παρελθόν μου. Και συνεχίζω χωρίς τη σκέψη σου, τη μυρωδιά σου, ούτε καν το όνομά σου. Μέχρι και τα βράδια μου γέμισαν με κόσμο και φωνές, με αγκαλιές κι ιστορίες, με φίλους και γνωστούς και χαμόγελα μέχρι τ’ αφτιά. Γέμισαν με κρασιά και τσιμπήματα, με ανοιχτές μπαλκονόπορτες και βόλτες μέχρι το ξημέρωμα.

Καλοκαίριασε και σήμερα σε είδα. Κι ευχήθηκα να ήσουν ακόμη μέσα στα χαμόγελά μου, στις αγκαλιές και τα ξενύχτια μου. Ευχήθηκα να ήσουν ακόμη μες τις τόσες ιστορίες μου, τις ματιές και τις σκέψεις μου. Γύρισες το βλέμμα σου διστακτικά, να σιγουρευτείς πως ήμουν εγώ. Χαμογέλασες ψυχρά κι άνοστα, τόσο κυνικά και τυπικά που θα προτιμούσα να μη χαμογελούσες καθόλου. Έσπασα τον πάγο και σε ρώτησα τα συνηθισμένα. Και μετά έφυγα.

Κι όταν έφυγα, τράβηξα μια γερή τζούρα οξυγόνο και ξεφύσηξα με θόρυβο. Ήταν η ώρα που πάει να νυχτώσει, σούρουπο σχεδόν. Το καλοκαίρι μπήκε για τα καλά και πρόσεξα πως δε χρειάζομαι ζακέτα. Ο ουρανός βαφόταν μοβ και μύριζε καλοκαίρι. Και κατέληξα πως αν δεν ήταν ο καιρός τέτοιος, εγώ θα πλάνταζα στο κλάμα. Όταν καλοκαιριάζει νιώθω αισιοδοξία, σαν να μην μετράνε πια τα άσχημα, σαν να μη με ένοιαξε που σε είδα, σα να ξέρω πως η ζωή απλώνεται μπροστά μου, σαν να είμαι ξαφνικά ικανή και δυνατή. Σαν να γεμίζει ξαφνικά κάτι μέσα μου. Όχι από ανθρώπους, ούτε από γεγονότα. Γεμίζει από συναισθήματα. Όμορφα. Απλά.

Καλοκαίριασε, λοιπόν, κι εγώ δε νοιάζομαι για όσα με πληγώνουν. Υπάρχουν τόσα άλλα σημαντικά, τόσα άλλα που με κάνουν να χαμογελάω και να ζω. Τα καλοκαίρια δεν είναι μόνο για καινούργια ξεκινήματα. Τα καλοκαίρια είναι ήλιοι και χαρές. Είναι η αισιοδοξία που σου κρυβόταν όλο τον χειμώνα, είναι τα ταξίδια σου και οι διακοπές σου. Τα καλοκαίρια είναι η θάλασσα ανάμεσα στα πόδια σου, είναι ηλιοκαμένο δέρμα και ποτηράκια με τεκίλα. Τα καλοκαίρια είναι τρόπος ζωής. Είναι χρώματα ζωντανά και καθαρά, είναι γαλάζιος ουρανός και ηλιοβασιλέματα κόκκινα και πορτοκαλί.

Καλοκαίριασε κι εγώ είμαι παρούσα. Κι αποφάσισα να μετράω τις στιγμές μου σε καλοκαίρια κι όχι σε χειμώνες.

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου