Πάντα αναρωτιόμουν για τη σημασία της λέξης «συγγνώμη». Προδίδει άραγε μετάνοια; Δείχνει μεταμέλεια, αλλαγή; Είναι άραγε ειλικρινής; Είναι πιο εύκολο να πάρουμε θέση αν ήμασταν ο άνθρωπος που κάποιος άλλος του ζητάει συγχώρεση. Μα αν ήμασταν ο θύτης; Αυτός που έκανε λάθος και τώρα ζητά μια δεύτερη ευκαιρία; Και είναι όντως ο καλύτερος τρόπος;

Θα ήταν άραγε καλύτερο να μη ζητάμε συγγνώμη αλλά να λέμε ευχαριστώ; Μήπως η συγχώρεση έγινε πλέον κλισέ και κάπως ξεφτιλίστηκε και έχασε την αξία της; Δε λέω πως δεν πρέπει να τη χρησιμοποιούμε καθόλου, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ίσως θα ήταν καλύτερα να δείχνουμε την ευγνωμοσύνη μας στον απέναντι και όχι να ζητάμε συγχώρεση.

Μπορούμε να μη ζητάμε συγγνώμη όταν ξεχνάμε να πάρουμε τηλέφωνο ένα φίλο αλλά να λέμε ευχαριστώ που δε θύμωσε μαζί μας ή που περίμενε υπομονετικά μέχρι να βρούμε χρόνο να τον πάρουμε εμείς. Επίσης, αν αργήσαμε στο ραντεβού μας είναι καλύτερα να λέμε ευχαριστώ που μας περίμεναν παρά συγγνώμη για την αργοπορία μας.

Είναι κάτι σαν ψυχολογική άσκηση για τον καθένα από μας. Μας διδάσκει να ευχαριστούμε τους γύρω μας αντί να βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση του θύτη. Να αναγνωρίζουμε ή καλύτερα να αντιλαμβανόμαστε την αξία των ανθρώπων μας και των πράξεών τους παρά να βάζουμε τον εαυτό μας σε μια κατώτερη και μειονεκτική θέση.

Το να λέμε ευχαριστώ και όχι συγγνώμη δε σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε το λάθος ή την παράλειψή μας, σημαίνει όμως ότι προτιμούμε να μην το εκφράσουμε αλλά να κάνουμε τον άλλο να νιώσει πως δεν παίρνουμε ως δεδομένη την καλοσύνη και την υπομονή του. Βάζουμε τους άλλους πάνω από το εγώ μας και τους δείχνουμε πως όχι μόνο δεν παίρνουμε ως δεδομένες τις πράξεις τους αλλά τους ευχαριστούμε γι’ αυτές. Βέβαια, για να μην παρεξηγηθώ, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε αυτή την τεχνική σε όλες τις περιπτώσεις και καταστάσεις.

Υπάρχουν φορές που οι συγγνώμες είναι απαραίτητες. Υπάρχουν λάθη που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι τόσο άσχημα και χυδαία, τόσο πολύπλοκα και αλόγιστα, τόσο προσβλητικά και παράλογα που ίσως καμία συγγνώμη να μην είναι ποτέ αρκετή.

Μα η συγχώρεση δεν είναι πάντα για να δίνεται. Κάποτε είναι μόνο για να ζητάται. Δείχνει, ίσως, την αλλαγή μέσα μας -αν υπάρξει αλλαγή-, την αναγνώριση του λάθους και τη συντριπτική ήττα του εγωισμού μας. Θα πρέπει να βγαίνει αβίαστα, σαν να είναι βιοτικής σημασίας για μας. Λέγεται από το θύτη για κάθαρση του ιδίου και μετά για τους υπόλοιπους.

Κάποιες φορές, λοιπόν, η τεχνική της ευγνωμοσύνης δεν είναι μόνο ατελής αλλά είναι άβολη, υποκριτική, ίσως και μέτρια για να χρησιμοποιηθεί. Γι’ αυτό, ναι μεν η πιο πάνω τεχνική είναι μια καλή ψυχολογική άσκηση για χίλιους λόγους, μα σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι ούτε η πιο θεμιτή ούτε η πιο κατάλληλη πράξη. Πριν, λοιπόν, ανοίξουμε το στοματάκι μας θα ήταν καλό να ζυγίζαμε την κατάσταση γύρω μας, να είχαμε αντίληψη των γεγονότων και των ανθρώπων και μόνο τότε να αποφασίσουμε τι να πούμε και τι όχι.

Η λέξη συγγνώμη θα πρέπει να έρχεται απ’ την καρδιά μας, απ’ το μέσα μας. Μόνο τότε θα την εννοούμε και μόνο τότε θα έχει αξία. Δεν κάνει να την ξοδεύουμε δεξιά κι αριστερά σαν τσίχλα. Δεν είναι για όλους και για όλα. Ας την κρατήσουμε, λοιπόν, για ώρα ανάγκης σαν να έχουμε μόνο κάποιες στην τσέπη μας και πρέπει να τις προστατέψουμε.

Αν μπορούσαμε να διαχωρίσουμε πότε πρέπει να λέμε συγγνώμη και πότε είναι καλύτερο να εφαρμόζουμε την τεχνική της ευγνωμοσύνης, τότε ίσως οι λέξεις μας αποκτούσαν περισσότερο νόημα και αξία, όχι τόσο για τους γύρω μας αλλά πρώτα απ’ όλα για εμάς τους ίδιους.

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή